για να ανοίξουμε το δρόμο...

για να ανοίξουμε το δρόμο...
για να ανοίξετε το δρόμο...

Sunday, February 23, 2014

...σημαίνει ότι χρησιμοποιούμε τα ορατά για να μεταβούμε στα αόρατα...








Οι ρίζες του μίσους



Οι ρίζες του μίσους


http://tvxs.gr/news/blogarontas/oi-rizes-toy-misoys-0



Πηνελόπης Κουφοπούλου ΕΠΙΜΕΤΡΟ



Το πορτραίτο ενός ναζί
ή
Ως που είναι ικανός να φτάσει ένας κοινός ταχυδρόμος

 Οι ιδιαίτερες συνθήκες συγγραφής του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ δίνουν την ευκαιρία στην Χάννα Αρεντ να δοκιμάσει τα όρια της αυτοβιογραφικής μαρτυρίας -την οποία και θεωρεί  προνομιακό τρόπο ανασυγκρότησης της ιστορικής εμπειρίας- κάτω από τις ακραίες συνθήκες μιας απολογίας. 
Το έργο  έχει  ως πρώτη ύλη  τις δημοσιογραφικές  ανταποκρίσεις της Άρεντ για το περιοδικό  New Yorker από τη δίκη του Άντολφ  Άιχμαν στο Περιφερειακό Δικαστήριο της  Ιερουσαλήμ. Η δίκη, που  ξεκίνησε στις 19 Απριλίου του 1961, ύστερα από την απαγωγή του κατηγορουμένου από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες στην Αργεντινή, για το ρόλο του στην «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος»  ως υπεύθυνου του τομέα IV-B-4 της κεντρικής υπηρεσίας ασφάλειας του Ράιχ, αποτελούσε θέμα τιμής για το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ. Η ίδια η φιλόσοφος πρότεινε στο περιοδικό  να καλύψει το γεγονός για να εξοφλήσει  έτσι ένα χρέος  προς το παρελθόν της, καθώς  δεν είχε καταφέρει να παραβρεθεί στη δίκη της Νυρεμβέργης∙ συνήθιζε, άλλωστε, να συστήνεται και ως πολιτική δημοσιογράφος.
Ο Άιχμαν, όμως, δεν αποτελεί ένα ευκαιριακό γραπτό ή μια αφορμή δημόσιας  ψυχοθεραπείας αλλά  μια βαθυστόχαστη, αν και ιδιόμορφη, ηθική και πολιτική πραγματεία. Στην πραγματικότητα, η Άρεντ χρησιμοποιεί την περίπτωσή του για να σκιαγραφήσει το πορτραίτο ενός ναζί και να επαληθεύσει έτσι  -μεταφέροντας τα σε μικροκλίμακα- τα συμπεράσματα στα οποία την είχαν οδηγήσει οι θεωρητικές αναλύσεις της για το φαινόμενο του  ολοκληρωτισμού.[1] Η Αρεντ έρχεται στην αίθουσα του δικαστηρίου για να ερευνήσει την ανθρώπινη συνθήκη που δημιουργεί έναν εγκληματία πολέμου, συνθήκη που δεν συνάδει με μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του Ολοκαυτώματος, αλλά που οδηγεί σε συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα.[2]
 Γι’ αυτό και το παρόν κείμενο κατέχει κομβική θέση στον προβληματισμό  της. Ο άξονας που συναρθρώνει τα κείμενά της είναι το ολοκληρωτικό φαινόμενο: τόσο η ερμηνεία  και  κατανόησή του όσο και  η διερεύνηση των δυνατοτήτων μελλοντικής αποφυγής του.  Η ιστορική εμπειρία του Ολοκαυτώματος βρίσκεται στον πυρήνα των κατηγοριών της.  Η κατανόηση  της φύσης του ολοκληρωτισμού ισοδυναμεί για την Άρεντ με την κατανόηση της καρδιάς  του 20ού αιώνα και προϋποθέτει  την κατάδειξη των ποικίλων όψεων της σύγχρονης βαρβαρότητας.
Σήμερα, το πέρασμα  του χρόνου -ας μην ξεχνάμε ότι  μιλάμε πια για φρικαλεότητες του περασμένου αιώνα- μας επιτρέπει να διαβάσουμε τον Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ  με ψυχραιμία και να θαυμάσουμε την τόλμη αλλά και την ενάργεια   με την οποία συζητά η συγγραφέας όλα τα ακανθώδη ζητήματα που ανακύπτουν από τη δίκη. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη  ότι η Αρεντ δεν γράφει ως ένα ακόμα θύμα του ναζιστικού αντισημιτισμού  αλλά επιλέγει τη θέση του αντικειμενικού παρατηρητή, του εξωτερικού θεατή της πράξης  -όσο κι αν πρόκειται να της κοστίσει κάτι τέτοιο.  
Όπως ήταν αναμενόμενο, για την εποχή που κυκλοφόρησε το βιβλίο, -ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ  εκδίδεται το 1963, όταν οι τραυματικές μνήμες των στρατοπέδων συγκέντρωσης στοίχειωναν την καθημερινότητα των ανθρώπων-  η αποστασιοποιημένη στάση της Αρεντ   δυσαρέστησε πολλούς από τους αναγνώστες της, ενώ συγκεκριμένες θέσεις της προκάλεσαν θύελλα διαμαρτυριών. Εφημερίδες δημοσίευσαν άρθρα πολεμικού χαρακτήρα που την κατηγορούσαν για αντισημιτισμό, παλιοί φίλοι και συναγωνιστές  την αντιμετώπισαν με καχυποψία ή την κατακεραύνωναν σε δημόσιες ομιλίες τους.[3] Οι αντιδράσεις αυτές ίσως βρήκαν την πιο ακραία διατύπωσή τους στις σκληρές φράσεις του   Γκέρσομ Σόλεμ (Gershom Scholem), που κατηγορεί την Άρεντ για  έλλειψη αγάπης απέναντι στο λαό του Ισραήλ (Alabath Israel).[4] Το παράδοξο, όμως, είναι ότι ακριβώς τα σημεία εκείνα του κειμένου που συγκέντρωσαν τότε τα βέλη των επιθέσεων  συνιστούν σήμερα και  την  αδήριτο επικαιρότητά του.

Τις πιο  σφοδρές επικρίσεις, πάντως, αλλά και μια γενικευμένη πικρία   προκάλεσε η κριτική της φιλοσόφου για το ρόλο των εβραϊκών συμβουλίων  στη συγκέντρωση και εκτοπισμό των εβραϊκών πληθυσμών∙ η νομιμοφροσύνη και η διάθεση συνεργασίας  που επέδειξαν με τους υπεύθυνους για την επιχείρηση ναζί αξιωματικούς διευκόλυναν, όπως φαίνεται την εξολόθρευση των ομοθρήσκων τους. Η ίδια  κατά καιρούς υπερασπίζεται τον εαυτό της, αρνούμενη ότι το θέμα είναι κεντρικό. Πράγματι  η έκταση που αφιερώνει  στο ζήτημα είναι ελάχιστη. Γιατί, όμως, θίγει ένα τόσο ενοχλητικό «οικογενειακό μυστικό» και μάλιστα δεν  διστάζει να το χαρακτηρίσει ως την πιο σκοτεινή πλευρά της υπόθεσης;[5]
      Η συγκεκριμένη στάση είναι αποτέλεσμα της μόνιμης  αντιπαράθεσης της με την κυρίαρχη ιστορική αυτοαντίληψη των Εβραίων που συνηθίζουν να βλέπουν του εαυτούς τους είτε ως εκλεκτό λαό  είτε ως θύματα.   Η Άρεντ στρέφεται ενάντια στην τακτική της δοξολογίας των αθώων θυμάτων, μια τακτική που οδηγεί στη φαντασίωση  μιας αθωότητας ανιστορικής και παραδείσιας, όπως και ενάντια στην ιδέα μιας καταστροφής μεταφυσικής εγγεγραμμένης στην Εβραϊκή ιστορία (μαρτυρολογία). Η ιστορία των Εβραίων διασταυρώνεται με την ιστορία των άλλων λαών, ενώ το εβραϊκό ζήτημα αναδεικνύει το πρόβλημα των απάτριδων της Ευρώπης. Οι Εβραίοι συνιστούν το κατεξοχήν παράδειγμα μειονότητας αλλά δεν  αποτελούν ένα μοναδικό φαινόμενο.[6]
Το Oλοκαύτωμα ήταν κάτι περισσότερο από τον πιο φοβερό διωγμό της εβραϊκής ιστορίας -η φιλόσοφος διαφοροποιείται εδώ από την οπτική που υιοθέτησαν  πολιτική αγωγή και δικαστές. «Η φυσική εξόντωση», διευκρινίζει, «κατά του Εβραϊκού λαού ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκε πάνω στο σώμα  του Εβραϊκού λαού και  μόνο η επιλογή των θυμάτων και όχι η φύση του εγκλήματος μπορούσε να προέρχεται από το μακρύ ιστορικό μίσος εναντίον των Εβραίων και τον αντισημιτισμό.»[7]
Η γενοκτονία  που δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό  συνιστά έγκλημα κατά της ανθρώπινης υπόστασης,[8] γιατί προσπαθεί να καταργήσει τη διαφορετικότητα που αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάσταση και πρέπει να  διαχωριστεί από τον  διωγμό που  είναι απλώς  αδίκημα σε βάρος των γειτονικών κρατών. Γι ’αυτό και ο  νόμος  του ισραηλινού συντάγματος του 1950, για την τιμωρία των ναζί και των συνεργατών τους  είναι εντελώς  ακατάλληλος. Η μοίρα του Άιχμαν θα έπρεπε μάλλον να αποφασιστεί από διεθνή εξεταστική επιτροπή. «Διότι, όπως ακριβώς διώκεται ένας δολοφόνος επειδή παραβίασε το δίκαιο της κοινότητας στην οποία ανήκει  και όχι επειδή στέρησε από την οικογένεια Σμιθ τον σύζυγο, πατέρα και στήριγμά της, έτσι και αυτοί οι σύγχρονοι, διορισμένοι από το κράτος μαζικοί δολοφόνοι πρέπει να διωχθούν, επειδή παραβίασαν την τάξη που διέπει το ανθρώπινο γένος, και όχι απλώς επειδή σκότωσαν εκατομμύρια ανθρώπους.»[9]
Η  φιλόσοφος επιχειρεί να αποσυνδέσει την ιδιότητα του αποδιοπομπαίου τράγου από τη μοίρα του εβραϊκού λαού. Ο αντισημιτισμός  δεν οριοθετεί την εβραϊκή ταυτότητα και δεν ευθύνεται αποκλειστικά  για την ιστορική πορεία των Εβραίων. [10] Για την Άρεντ η  εβραϊκή καταγωγή έχει πρωτίστως πολιτική σημασία και ή έννοια του πολιτικού, όπως την αντιλαμβάνεται η ίδια, αρνείται να θεματοποιήσει την αξία του  πόνου και της θυσίας. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, διαφοροποιείται από το κυρίαρχο ρεύμα του σιωνισμού και συστήνει την ιδέα μιας πολιτικής κοινότητας με δημοκρατικό σύνταγμα, που δε θα βασιζόταν στη φυλή ή τη θρησκεία αλλά θα εξασφάλιζε κοινά πολιτικά δικαιώματα για Άραβες και Εβραίους. Η προφητική σημασία των διατυπώσεων αυτών γίνεται έκδηλη, αν αναλογιστεί κανείς πόσο εύκολα το θύμα μετατρέπεται σε θύτη και σε τι ολέθριους ατραπούς έχει διολισθήσει το κράτος του Ισραήλ, επιμένοντας να στηρίζει τη νομιμοποίησή του σε εθνικοθρησκευτικά επιχειρήματα φονταμενταλιστικού χαρακτήρα.   

Τις διαστάσεις σκανδάλου έλαβε, επίσης, και ο τρόπος με τον οποίο σκιαγράφησε η φιλόσοφος το προφίλ του κατηγορουμένου. Ας διευκρινίσουμε ότι το ψυχογράφημα που επιχειρεί εδώ η Άρεντ δεν διεκδικεί την εγκυρότητα μιας γνωμάτευσης ειδικού. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι το πορτραίτο του Άιχμαν- αν και σε κάποια σημεία θυμίζει στοιχεία της αυταρχικής προσωπικότητας της τυπολογίας του Αντόρνο- αποτελεί  μια καινούρια αναλυτική οπτική στην απεικόνιση του ολοκληρωτικού μυαλού.[11]
Η Αρεντ, λοιπόν, κατηγορήθηκε ότι ελαχιστοποιεί την ενοχή ενός Ναζί εγκληματία. Πράγματι,  δεν φαίνεται να  συμμερίζεται τη γνώμη των δικαστών που θέλουν τον Άιχμαν να ψεύδεται. Μάλιστα, δεν αντικρούει τη γραμμή υπεράσπισης και αποδέχεται την εντιμότητα των λόγων του κατηγορουμένου. Παραδέχεται, δηλαδή, ότι ίσως να μην αισθάνθηκε  ποτέ μίσος για τους Εβραίους και ότι ίσως να μην θέλησε ποτέ την εξόντωση ανθρώπων,  ακόμα ακόμα ότι μπορεί και να ένιωσε φρίκη , όπως ισχυρίζεται ο ίδιος,  κατά την επίσκεψή του στους θαλάμους αερίων.
  Ο Άιχμαν, όπως, τουλάχιστον εμφανίζεται στις γραμμές του παρόντος κειμένου, δεν είναι ένας διεστραμμένος σαδιστής, ένα ανθρωπόμορφο τέρας  αλλά ένας νέος τύπος εγκληματία: ένας μάλλον κανονικός άνθρωπος που διαπράττει τα εγκλήματά του σε μη κανονικές  συνθήκες, κάτω από τις οποίες  του  είναι αδύνατο να γνωρίζει και να νοιώθει ότι κάνει λάθος.  Ο Άιχμαν είναι ένας μαζικός δολοφόνος για τον οποίο ο φόνος δεν έχει τίποτε το δαιμονικό, είναι  ζήτημα απρόσωπο και αδιάφορο, είναι ζήτημα υπακοής στους νόμους και εκτέλεσης εντολών, ένας διακανονισμός χρονοδιαγραμμάτων που εκτελεί με αξιοθαύμαστη αφοσίωση και σχολαστικότητα.
Το περίεργο είναι ότι η συμπεριφορά του «δεν αποτελούσε εξαίρεση μέσα στο ναζιστικό καθεστώς». Με δεδομένο το πνεύμα που επικρατούσε στους κόλπους του Γ΄ Ράιχ, μόνο όσοι αποτελούσαν εξαίρεση θα μπορούσαν να αντιδράσουν φυσιολογικά, σύμφωνα δηλαδή με την κοινή λογική. Ο συνήγορος υπεράσπισης  βρίσκεται για την Άρεντ πιο κοντά στην αλήθεια, όταν δηλώνει, πριν από τη δίκη, ότι ο πελάτης του είχε την προσωπικότητα «ενός κοινού ταχυδρόμου».[12] Ο Άιχμαν φαίνεται ότι είναι ένας   τρομακτικά φυσιολογικός άνθρωπος.
Η κοινοτοπία, όμως, για τη φιλόσοφο, δε συνεπάγεται  αθωότητα. Αντίθετα, η ριζική ενοχή του Άιχμαν εντοπίζεται ακριβώς στις δικαιολογίες και τα ελαφρυντικά του. Η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα και η απερισκεψία, που επέδειξε ο κατηγορούμενος -καταλήγει η φιλόσοφος-  είναι πιο επικίνδυνες από όλες τις σατανικές προθέσεις, γιατί  αποδεικνύονται οι πιο αποτελεσματικοί σύμμαχοι της ολοκληρωτικής θηριωδίας.
Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι   η αναφορά που κάνει στο ζήτημα στο άρθρο της «Thinking and Moral Considerations»: «Μερικά χρόνια πριν, όταν κάλυπτα τη δική του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, μίλησα για την κοινοτοπία του κακού και δεν εννοούσα με αυτό κάποια θεωρία ή κάποιο δόγμα αλλά μάλλον ένα γεγονός, το φαινόμενο των κακών πράξεων που διαπράχθηκαν σε γιγαντιαία κλίμακα, οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε κάποια ιδιαίτερη προστυχιά, παθολογία ή ιδεολογική πεποίθηση του δράστη, του οποίου ίσως το μόνο προσωπικό διακριτικό γνώρισμα ήταν η εξαιρετική επιπολαιότητά του. Όσο τερατώδεις και αν ήταν οι πράξεις, ο δράστης δεν ήταν ούτε τερατώδης ούτε δαιμονικός, και το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τόσο στο παρελθόν όσο και στη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της δίκης και της ανακριτικής διαδικασίας ήταν κάτι ολότελα αρνητικό: δεν ήταν η ανοησία αλλά μια παράξενη σχεδόν αυθεντική ανικανότητα να σκεφτεί».[13]
Τέτοιες διαπιστώσεις, όμως,  δεν συνιστούν για την Άρεντ κατάργηση της ατομικής  ευθύνης. Η  συλλογική ενοχή, όπως και η συλλογική αθωότητα είναι, για τη φιλόσοφο,  παραπλανητικές και επικίνδυνες γενικεύσεις.       Η αρεντική σύλληψη της ιστορίας ως διακυβεύματος προϋποθέτει το ενσυνείδητο πράττειν και το αυτεξούσιο της ανθρώπινης ύπαρξης.  Αφετηρία των αναλύσεων της  είναι η ιδέα « ότι θα μπορούσε να ήταν κι αλλιώς», όπως άλλωστε αποδεικνύει συχνά και με τη χρήση του αγαπημένου της παραδείγματος, την περίπτωση  του υπαξιωματικού Anton Schmidt, ο οποίος βοηθούσε Εβραίους παρτιζάνους, προμηθεύοντάς τους πλαστά έγγραφα και στρατιωτικά φορτηγά, ώσπου συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. Η περίπτωση αυτή αποτελεί για τη φιλόσοφο επιβεβαίωση της ανθρώπινης ελευθερίας αλλά και μια υπενθύμιση για τη  δυνατότητα ανάδυσης  μιας άλλης Ευρώπης μέσα από τα χαλάσματα του πολέμου.[14]

Θα ήταν παράλειψη να μη σχολιάσουμε  και τον υπότιτλο του εν λόγω βιβλίου, η κοινοτοπία του κακού,[15] μια ακόμα αμφιλεγόμενη επιλογή της συγγραφέα, που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως  ανάρμοστο  σλόγκαν και σύνθημα που  υποβαθμίζει όχι μόνο τις πράξεις του Άιχμαν αλλά και ολόκληρη τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, σε αντίθεση με το πιο βαθυστόχαστο και αξιοπρεπές «ριζικό κακό»[16] που χρησιμοποίησε στις αναλύσεις της για τις Πηγές του Ολοκληρωτισμού.
Οι επικριτές της υπήρξαν για άλλη μια φορά άδικοι. Η φράση του τίτλου αναφέρεται σε μια χαρακτηριστική ποιότητα του μυαλού και της προσωπικότητας του δράστη και όχι στις πράξεις του ή στις αρχές που βρίσκονται πίσω από τις πράξεις αυτές.[17] Σε τελευταία ανάλυση, μάλιστα, δεν πρέπει να δούμε την έκφραση κοινοτοπία του κακού ως αντιφατική με τον όρο ριζικό κακό, αλλά μάλλον ως μια διευκρινιστική  προσθήκη που αποσοβεί τον κίνδυνο να αποδοθεί στα ναζιστικά εγκλήματα ένα «σατανικό μεγαλείο».[18] Η Άρεντ είναι κατηγορηματική: το Ολοκαύτωμα δεν  πρέπει ούτε να μυθοποιηθεί ούτε να αισθητοποιηθεί γιατί κάτι τέτοιο θα ακύρωνε κάθε προσπάθεια κατανόησής του.
Η Άρεντ, σε κάποια από τις απαντήσεις της στις σχετικές μομφές του Σόλεμ, διευκρινίζει: «Έχω  πράγματι τώρα αυτήν την άποψη ότι το κακό δεν είναι ποτέ ριζικό, είναι μόνο ακραίο, και δεν κατέχει κανένα βάθος ή δαιμονική διάσταση. Μπορεί να μεγαλώσει υπερβολικά και να ερημώσει ολόκληρο τον κόσμο, γιατί εξαπλώνεται όπως η μούχλα πάνω σε μια επιφάνεια. Είναι μια πρόκληση για τη σκέψη, γιατί η σκέψη προσπαθεί να αγγίξει κάποιο βάθος, να φτάσει στις ρίζες, και από τη στιγμή που καταπιάνεται με το κακό, ματαιοπονεί γιατί δεν υπάρχει τίποτε».[19]   
Η προσθήκη  αυτή υπογραμμίζει με  εύγλωττο τρόπο  την πιο κρίσιμη, κατά την εκτίμηση της φιλοσόφου, πτυχή του ολοκληρωτισμού:  η ηθική παρακμή είχε εξαπλωθεί ως καρκίνωμα και είχε διαβρώσει όλη την αξιοσέβαστη γερμανική κοινωνία. Την ηθική αυτή παρακμή είχε δοκιμάσει και η ίδια όταν αναγκάστηκε να φυγαδευτεί από τη Γερμανία το 1933. «Το πρόβλημα, το προσωπικό πρόβλημα, δεν ήταν το τι έκαναν  οι εχθροί μας αλλά το τι έκαναν οι φίλοι μας. Στο κύμα της συνεργασίας [των απλών πολιτών](Gleichschaltung), η οποία ήταν σχετικά εθελοντική, σε καμιά περίπτωση πάντως όχι ακόμα κάτω από την πίεση του τρόμου, έμοιαζε σαν ένας  κενός  χώρος να σχηματιζόταν γύρω μας.»[20]
Το ηθικό σοκ, για την Άρεντ, στην περίπτωση του ναζισμού δεν ήταν τι έκαναν οι επίλεκτες μονάδες των Ες-Ες, αλλά το πόσο εύθραυστη αποδεικνύεται η προσωπική ηθική,[21] η ευκολία με την οποία οι καθημερινοί άνθρωποι που δεν είχαν διανοηθεί ποτέ στη ζωή τους να διαπράξουν φόνο, προσαρμόστηκαν και αντικατέστησαν το ου φονεύσεις, που ως τότε  φάνταζε η πιο θεμελιακή απαγόρευση της πολιτισμένης κοινωνίας, με το ναζιστικό κανόνα που υπαγόρευε το φόνο ως φυλετικό καθήκον.
Ο ολοκληρωτισμός είναι το ακραίο τερατώδες παράδειγμα και κάθε συνδρομή στην κατανόηση κρίνεται πολύτιμη. Η κάλυψη, έτσι, της δίκης του Αιχμαν  συνεισφέρει την «αλήθεια» του στρατοπέδου συγκέντρωσης με τη φωνή του δημίου, αποκαλώντας έτσι τις εσωτερικές διαδικασίες μετάλλαξης που μετατρέπουν έναν κανονικό άνθρωπο  σε απλό γρανάζι της μηχανής θανάτου των Ναζί. Ο Άιχμαν πάσχει από παντελή έλλειψη φαντασίας, του είναι απολύτως αδιανόητο να μην υπακούσει εντολές, του είναι εντελώς αδύνατο να δει τα πράγματα από την οπτική ενός άλλου ανθρώπου και η αδυναμία αυτή δυσχεραίνει εξαιρετικά την επικοινωνία του τόσο στην ανάκριση όσο και στη δίκη.[22]
   Ο ιδανικός πολίτης της ολοκληρωτικής εξουσίας, όπως δεν κουράζεται η Άρεντ να συμπεραίνει,  δεν είναι ο φανατικός οπαδός αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει το διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μύθου (δηλαδή αγνοεί την πραγματικότητα της εμπειρίας) και μεταξύ αλήθειας  και ψεύδους (δηλαδή αγνοεί τους κανόνες της σκέψης). Ένας τέτοιος συνδυασμός δεν έγινε εφικτός ποτέ στο παρελθόν σε κανένα είδος καθεστώτος. Ποια είναι εκείνη η εμπειρία που τον επέτρεψε; Μα ακριβώς η απομόνωση του ανθρώπου ως προς την πολιτική σφαίρα και η αποξένωση από τους συνανθρώπους του, η απόλυτη στέρηση συμμετοχής στον κόσμο∙ μια από τις ριζικότερες και πιο απελπιστικές εμπειρίες του ανθρώπου, που είχε ως αιτία την οικονομική κατάρρευση και την κοινωνική αποσάθρωση των μαζικών κοινωνιών. [23]
 Η Άρεντ διαφοροποιείται σαφέστατα από την ανάγνωση εκείνη που διαβάζει το ναζισμό  ως γερμανικό φαινόμενο∙ αντίθετα, αναλύει τον ολοκληρωτισμό  πάντα με ορίζοντα την παγκόσμια ιστορία και  ως καίριο πρόβλημα της νεωτερικότητας[24]  με απώτερο στόχο  να ανασύρει μέσα από την ανατομία των συγκεκριμένων μορφών του τις  ολοκληρωτικές απειλές που εμφιλοχωρούν στα συστατικά στοιχεία και τους προσανατολισμούς των σύγχρονων κοινωνιών.
Όταν η Άρεντ αναζητά τις απαρχές του ολοκληρωτισμού στη σύγχρονη ιστορία,  οι περιγραφές της είναι ιδιαίτερα γλαφυρές:  Η δεύτερη μορφή του αποικιακού ιμπεριαλισμού (1884-1914) ισοδυναμεί με μια  αδηφάγο εμπορική και χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, που απελευθερώνει την αστική  τάξη από πολιτικούς αλλά και  εθνικούς περιορισμούς. Δημιουργεί, έτσι, αφενός ένα πλέγμα διεθνών σχέσεων που στερούνται ηθικών κανόνων και αφετέρου  στερεί την κοινωνία από κάθε μορφή μόνιμης αλληλεγγύης. Παράλληλα, τα τραύματα  του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι μαζικές σφαγές που θα δώσουν γρήγορα τη θέση τους στη μαζική ανεργία και τον πληθωρισμό αλλά και  ο συνωστισμός των μεταναστών οδηγούν την Ευρώπη σε μια μαζική απελπισία και στην ανάδυση μιας περιττής ανθρωπότητας. Το πλήθος των έρημων ανέστιων ανθρώπων, που στοιχειώνουν τις ιστορικές μητροπόλεις, είναι μια πρόγευση των στρατοπέδων συγκέντρωσης.[25]
Υπό το πρίσμα αυτό, η απολογία του Άιχμαν θα μπορούσε να διαβαστεί και  ως ένα παρατεταμένο σήμα κινδύνου.  Γιατί θα  ήταν επικίνδυνα αφελές  να πιστέψουμε ότι   η ήττα του ναζισμού, ο θάνατος του Χίτλερ ή η αλλαγή του αιώνα  ανέκοψαν τις ολοκληρωτικές τάσεις, που ενδημούν στις ρίζες  του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Κάθε άλλο, οι ισοπεδωτικές πιέσεις της παγκοσμιοποίησης, οι σπασμωδικές εκρήξεις βίας της μεταβιομηχανικής εποχής, οι οικονομικές κρίσεις  και οι ιστορίες τρόμου για τους τεράστιους αριθμούς απολύσεων  κάνουν «το φάντασμα της αχρηστίας και της ξενοφοβίας» να  πλανάται εκ νέου στον πλανήτη. Κι ο  ρατσισμός δεν έχει προνομιακό αντικείμενο ή χρώμα. Τα καινούρια θύματά του μπορεί να είναι οι  μετανάστες-επαίτες  του Τρίτου Κόσμου, οι αραβομουσουλμάνοι πληθυσμοί ή απλώς όσοι είναι πλέον αντι-παραγωγικοί.
Σημείο των καιρών, οι Ευμενίδες,  το  μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λίτελ, που τιμήθηκε από την Γαλλική Ακαδημία και κέρδισε  το βραβείο Goncourt, ενώ  παράλληλα σημείωσε  τεράστια κυκλοφοριακή επιτυχία και αναδείχθηκε σε  αγαπημένο θέμα αντιπαράθεσης των απανταχού bloggers, έχει ως πηγή έμπνευσης τις δίκες του Ες και του Αιχμαν. Ο συγγραφέας ενδύεται την περσόνα του Μαξιμίλιαν Άουε, ενός φανταστικού αξιωματικού των SS, που χρειάζεται πάνω από 900 σελίδες για να αφηγηθεί με  ανατριχιαστικές λεπτομέρειες  τα κατορθώματα του ως συμβούλου του Χίμλερ στις επιχειρήσεις εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού και τη μετέπειτα σταδιοδρομία του στο ρόλο ενός ευυπόληπτου αστού.  Μέσα σε ένα κρεσέντο διδακτικής ρητορείας -μάλλον άστοχης λογοτεχνικά αλλά χρήσιμης πολιτικά- ο ήρωας αποκαλεί τους μελλοντικούς αναγνώστες του «ευσπλαχνικούς αδελφούς», προσπαθεί να μας πείσει ότι σχεδόν όλοι μας θα μπορούσαμε να βρεθούμε στη θέση του υπό ανάλογες καιρικές συνθήκες -είναι απλώς θέμα τύχης- και προειδοποιεί: «οι συνηθισμένοι άνθρωποι από τους οποίους αποτελείται το κράτος, ιδίως σε χαλεπούς καιρούς, είναι ο πραγματικός κίνδυνος»[26].


























[1] Έχουν προηγηθεί η πολυσέλιδη μελέτη  The Origins of Totalitarianism (1951) και τα άρθρα «On the Nature of Totalitarianism: An essay in Understanding» (1951) και «Understanding and Politics (The difficulties of Understanding)» (1954).
[2] Stephen J. Whitfield, Into the Dark, Hannah Arendt and Totalitarianism, Temple University Press, Φιλαδέλφεια 1980, σ. 225-226.
[3] Βλέπε σχετικά Julia Kristeva, Χάννα Άρεντ η γυναικεία ευφυία, μτφ. Τάσος Μπέτζελος, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 209-217.
[4]  Gershom Scholem and Hannah Arendt, «Eichmann in Jerusalem”: Exchange of Letters between  Eichmann in Jerusalem», Encounter, 22.1, Ιανουάριος 1964, σ. 51-6. 
    [5] Χάννα Άρεντ, Ο  Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, η κοινοτυπία του κακού, μτφ. Αγγελική Μέντζα, επ. Παύλος Κόντος, Θύρσος, Αθήνα 1995, σ. 149-150.
[6] Anne Amiel, Hannah Arendt. Politique et événement, Puf, Παρίσι 1996, σ. 12-15.
[7] Χάννα Άρεντ,  ό.π., σ. 325-6.
     [8] Ο όρος  χρησιμοποιείται από τον Γάλλο εισαγγελέα Φρανσουά ντε Μεντόν αλλά θεματοποιείται από την Άρεντ. Το έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας  εγείρει το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προϋποθέτει την ιδέα μιας κανονικής ανθρωπολογίας που έχει ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα την μοναδικότητα  και την πολλαπλότητα των ανθρώπων. Βλέπε Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση, μτφ. Στέφανου Ροζάνη, Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Γνώση, Αθήνα 1986


[9]  Χάννα Άρεντ,  ό.π. σ. 239.
[10] Richard J. Bernstein, Hannah Arendt and the Jewish Question, Polity Press, Κέμπριτζ 1996, σ. 50.
[11] Stephen J. Whitfield, ό.π., σ. 210-11.
[12] Χάννα Άρεντ,  ό.π.,  σ. 182.
[13] Hannah Arendt, «Thinking and Moral Considerations: A Lecture», Social Research, 38/ 3, φθινόπωρο 1971, σ. 417.
     14 Πρβλ. Seyla Benhabib, «Arendt’s Eichmann in Jerusalem»  στο The Cambridge Companion to Hannah Arendt, Cambridge University Press, Κέημπριτζ 2000, σ. 73.
[15] Η φράση αυτή, που δεν υπήρχε στις ανταποκρίσεις της αλλά προστέθηκε εκ των υστέρων, χρησιμοποιείται ξανά μόνο μια φορά στον επίλογο του βιβλίου. Απολάμβανε πάντως, για τουλάχιστον μια ολόκληρη δεκαετία, το κύρος ομηρικού επιθέτου για τους εκπροσώπους της διανουμενίστικης δημοσιογραφίας, σε σημείο που κάποιος από τους φανατικούς χρήστες της να υποστηρίξει ότι η «κοινοτοπία» και το «κακό» ενώθηκαν έκτοτε με τα δεσμά του γάμου. Stephen J. Whitfield, ό.π., σ. 211-12.
[16] Ο όρος ριζικό (radical) συνιστά καντιανό δάνειο από το «Η Θρησκεία στα όρια του λόγου και μόνον», όπου ο φιλόσοφος ονομάζει έτσι το κακό που διαφθείρει το γνώμονα όλων των αρχών, συνδέεται με τη ροπή του ανθρώπινου γένους προς την τέλεση των κακών πράξεων  και είναι ανεξερεύνητο (unerforschbar). Η Άρεντ  χρησιμοποιεί τον όρο σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα και δηλώνει επανειλημμένα ότι το ριζικό κακό συνδέεται αδιάσπαστα με ένα σύστημα στο οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν καταλήξει ισότιμα περιττοί. Richard J. Bernstein, όπ., σ.143-144..
[17] Πρβλ. Seyla Benhabib,  ό.π., σ. 74-75.
[18] Hannah Arendt-Karl Jaspers: Correspodence, 1922-1969,  Lotte Kohlet και  Hans Saner (επ.), μτφ. Robert και  Rita Kimber, Harcourt Brace & Company, Σαν Ντιέγκο-Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 1992, σ. 69.
[19] Gershom Scholem and Hannah Arendt, ό.π., σ. 51-56. 
[20] Hannah Arendt, «What Remains? The Language Remains: A Conversation with Gunter Gaus» στο Essays in Understanding, ό.π., σ. 10-11.
    [21] Catherine Vallée, Hannah Arendt, Socrate et la question du totalitarisme, ellipses, Παρίσι, 1999, 1930-1954, επ. Jerom Kohn, Harcourt Brace & Co., Νέα Υόρκη 1994,
 σ. 74-76.
[22] Η εμπειρία της δίκης του Άιχμαν πείθει την Αρεντ για τη στενότατη συγγένεια ανάμεσα στην απουσία σκέψης και την επικράτηση του ολοκληρωτικού κακού. Έτσι, στην ύστερη φάση του έργου της το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται στην πνευματική ζωή  του ανθρώπου και ιδιαίτερα στη λειτουργία της κρίσης την οποία και αναδεικνύει σε ύψιστο πολιτικό καθήκον.
[23] Hannah Arendt, Το ολοκληρωτικό σύστημα, μτφ. Γιάννη Λάμψα, Ευρύαλος, Αθήνα 1988, σ.  253, 272 και 273.
    [24] Βλ. Margaret Cavovan, Hannah Arendt, a reinterpretation of her political thought, Cambridge University Press, Κέημπριτζ 1992, σ. 20-21.
     [25] Πρβλ. Bernard Crick, «On Rereading The Origins of Totalitarianism» στο Melvyn A Hill (επ.), Hannah Arendt : The Recovery of the Public World, St. Martin Press, Νέα Υόρκη  1979, σ. 35.
[26] Jonathan Little, Ευμενίδες, μτφ. Άγγελος Φιλιππάτος, Α. Α.  Λιβάνη, Αθήνα 2008, σ. 30-32.

Πηνελόπης Κουφοπούλου, Η γοητεία της νεοφασιστικής ρητορικής και τα ευήκοα ώτα των εφήβων



 Oι επιθέσεις εναντίον έγχρωμων μεταναστών, οι εμπρησμοί σε κατοικίες αλλοδαπών  και τα ρατσιστικά εγκλήματα που διαπράττονται  εν ονόματι της φυλετικής καθαρότητας ή την αφύπνιση ενός ευνουχισμένου πατριωτισμού είναι κοινός τόπος σε πολλές χώρες  της Ευρώπης. (Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Δανία, Γερμανία,  Νορβηγία, Ολλανδία ...)
 Έτσι, στη  μνημονιακή Ελλάδα   η εκρηκτική άνοδος της λαϊκής ακροδεξιάς και η είσοδος της στο κοινοβούλιο με 7%  στις εκλογές του 2012 δεν πρέπει να διαβαστεί ως μια  «επαίσχυντη» εθνική ενοχή αλλά ως ένα ακόμα δείγμα της βαθύτατης κρίσης νομιμοποίησης, που διέρχεται διεθνώς η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά την παρακμή του μεταπολεμικού  κοινωνικού μοντέλου. Θα πρέπει, βέβαια, να παραδεχτούμε ότι η Χρυσή Αυγή  αποτελεί  ένα νεοναζιστικό πολιτικό   μόρφωμα με ιδιαιτέρως επικίνδυνα  χαρακτηριστικά: προβάλλει φιλοδοξίες μαζικού κινήματος,  διαθέτει ομάδες κρούσης και επιδίδεται σε εγκληματικές πρωτοβουλίες γειτονιάς, ενώ  η  επιρροή που ασκούν οι θέσεις της στην κυβερνητική ατζέντα είναι εξαιρετικά δυσανάλογη  με τα εκλογικά της ποσοστά.
 Ίσως, όμως,  το πιο επίφοβο στοιχείο, στην περίπτωσή μας,  είναι ότι ο φασιστικός της λόγος απευθύνεται σε ένα ολοένα και ευρύτερο νεανικό κοινό. Οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις ανεβάζουν σταθερά την Χρυσή Αυγή  σε τρίτο κόμμα στους ψηφοφόρους ηλικίας 18-24. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους νέους αυτούς, αν και  έχουν προλάβει να απολαύσουν  τις μέρες της αφθονίας,  φοιτώντας σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία και ξοδεύοντας πλουσιοπάροχα χαρτζιλίκια, καλούνται τώρα να ενηλικιωθούν σε μια «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», να  συμφιλιωθούν με το φάσμα της προσωπικής αποτυχίας αλλά  και με  μια παρατεταμένη ύφεση, που ίσως  οδηγήσει τις οικογένειες τους στα  κοινωνικά παντοπωλεία.
 Νεοφασιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις αποκτούν, όμως, ανησυχητική δημοτικότητα ανάμεσα σε μαθητές των Γυμνασίων και  των Λυκείων τώρα και  προνομιούχων συνοικιών -και όχι μόνο σε ΕΠΑΛ υποβαθμισμένων περιοχών, ενώ κρούσματα ρατσιστικής βίας έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και  στο χώρο της σχολικής αυλής. [1]Παράλληλα, μια σημαντική πλειοψηφία της νεολαίας απαξιώνει τη δημοκρατία και αποστρέφεται «τη διαφθορά και υποκρισία» των κομμάτων του περιβόητου συνταγματικού τόξου. Οι ανησυχίες των υπευθύνων και καθ’ ύλη αρμοδίων για την προστασία της νεολαίας εξαντλούνται συνήθως σε αναλύσεις εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ή  σε ανέξοδα ευχολόγια,  με αποτέλεσμα «Το εφηβικό φλερτ με τον τσαμπουκά της ΧΑ αυγής να κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μόνιμο ειδύλλιο». (Εμμανουηλίδης, Κουκουτσάκη, 2013, σ. 136)
 Οι συνήθεις αιτίες που μνημονεύονται στο δημόσιο, δημοσιογραφικό ως επί το πλείστον διάλογο, (περικοπές, ανεργία, ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, ανασφάλεια του πολίτη), σαφώς και ευσταθούν αλλά δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο θα αδικούσε κατάφωρα μια απλή  μηχανιστική οικονομιστική αναγωγή. Η δημοφιλής αναλογία της σημερινής κατάστασης με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, αν και φωτίζει κάποιες πλευρές του προβλήματος,  είναι εν πολλοίς παραπλανητική.
 Η επιτυχία της φασιστικής ρητορικής στο μαθητικό πληθυσμό θα πρέπει να εξεταστεί  με συνδυαστική αναφορά σε πολλαπλές  οπτικές ανάλυσης: Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις θέσεις της  σύγχρονης πολιτικής  θεωρίας, να  υπογραμμίσουμε  τις ιδιαιτερότητες της εφηβικής ψυχολογίας, να επισημάνουμε τις ανεπάρκειες του ελληνικού  εκπαιδευτικού συστήματος και ασφαλώς να εστιάσουμε σε συγκεκριμένες όψεις της   νεοελληνικής  παθολογίας.
 Σε διεθνές επίπεδο, η κυρίαρχη μορφή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η κοσμοπολίτικη δημοκρατία,  το διαβουλευτικό μοντέλο του Γιούργκεν Χάμπερμας, η επιδίωξη μιας  καθολικής συναίνεσης ακόμα και από τα αριστερά κόμματα έχουν σήμερα ως  αποτέλεσμα την  υποχώρηση της αγωνιστικής διάστασης και την απονεύρωση  του πολιτικού. Παράλληλα, η ορθολογιστική και ατομικιστική προσέγγιση του εκσυγχρονιστικού ωφελιμισμού σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς αντιστρατεύεται τη συγκρότηση των συλλογικών ταυτοτήτων. Η δημοκρατική πολιτική μοιραία περιορίζεται στην επίτευξη οικονομικών συμβιβασμών ή στη δημόσια  διαβούλευση γύρω από το κοινό αγαθό. Είναι εύλογο ότι δεν μπορεί να κινητοποιεί πραγματικά τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις ενός λαού και πολύ περισσότερο των νέων. ( Μουφ,  2008)
 Έτσι, ο «αντισυστιμικός» λόγος της λαϊκής ακροδεξιάς, που, αφενός,  σηματοδοτεί την  επαναφορά του πάθους  στην πολιτική σκηνή μέσα από την κλασσική διάκριση φίλος/εχθρός (όπου το ρόλο του «υπανθρώπου Εβραίου» έχει ενδυθεί ο οικονομικός μετανάστης) και, αφετέρου,  χάρη στα εθνοκεντρικά του μηνύματα, προσφέρει την ερμηνεία και βίωση του κόσμου από τη σκοπιά ενός αξιακά φορτισμένου και μεταφυσικά εξιδανικευμένου εμείς, φαίνεται να καλύπτει με προνομιακό τρόπο πάγιες αλλά υποτιμημένες συναισθηματικές ανάγκες του εφήβου (πχ. την ανάγκη συγκρότησης ταυτότητας ή  την ανάγκη του ανήκειν). Επίσης, το «κάλεσμα σε άμεση δράση», διαχρονικό μοτίβο των φασιστικών κινημάτων, πέρα από την παροχή ελπίδας κινητοποιεί τα αταβιστικά και μιμητικά στοιχεία της νεανικής προσωπικότητας.
Σε ό,τι αφορά τη δική μας εμπειρία, τώρα, οι οικονομικές αφαιμάξεις και οι εθνικές ταπεινώσεις των τελευταίων ετών αλλά και το χρόνιο αξιακό έλλειμμα της μεταπολίτευσης έχουν  καλλιεργήσει το έδαφος κατάλληλα για να ευδοκιμήσουν οι σπόροι  της μισαλλοδοξίας.  Το τελευταίο μας  καταφύγιο, η ευρωπαϊκή ιδέα, με το πρώτο φύσημα του ανέμου αποδείχτηκε σαθρό ιδεολόγημα.  
 Ο πρωτοφασισμός, εξηγεί ο Ουμπέρτο Έκο,  πηγάζει από μια ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα  τυπικό χαρακτηριστικό των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος συνιστά η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1929 (Έκο, 2012).  Κατά αναλογία, η Χρυσή Αυγή σήμερα  επενδύει στη νεανική απόγνωση. Η δραματική πληβειοποίηση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής μικροαστικής τάξης και η μαζική ανεργία των νέων δημιουργεί μια  γενιά της απελπισίας, χωρίς όρους ύπαρξης, με ζοφερό  μέλλον και διαλυμένο παρόν, (Μιχαήλ, 2013, σ. 41), ενώ  αυταρχικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν τα νεανικά παραπτώματα με όρους μηδενικής ανοχής στιγματίζουν και περιθωριοποιούν τους αντιρρησίες. Αλλά, «όσο οι κοινωνίες μας  εγκλωβίζουν τμήματα του κοινωνικού σώματος -τους νέους σ’ αυτήν την περίπτωση- σε μονοδιάστατα ή και αδιέξοδα μονοπάτια ανέλιξης και πρόσβασης στα αγαθά που η ίδια υπόσχεται, καταδικάζοντας εκ των υστέρων τις προτεινόμενες λύσεις και πρακτικές που αυτά τα κοινωνικά σώματα επιλέγουν, τότε το μέλλον μας επιφυλάσσει νέους ηθικούς πανικούς». (Cohen, 1980) 
 Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο,  ο κατακερματισμός της κοινωνικής συνοχής και η έκρηξη της κοινωνικής απόσχισης που η ανομία προκαλεί εις βάρος των ασθενέστερων στρωμάτων βιώνεται ως μια αδυναμία περίεξης της ατομικής και συλλογικής εμπειρίας, μια πλήρη απουσία νοηματοδότησης. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί -και εν προκειμένω το εκπαιδευτικό σύστημα- έχουν απολέσει τη διαμεσολαβητική τους ικανότητα και, επομένως, αδυνατούν να συγκρατήσουν την ψυχική οδύνη ή να μετασχηματίσουν τα καθημερινά αδιέξοδα σε συλλογική δράση. Η ύπαρξη των νέων βυθίζεται σε ένα τρομακτικό ψυχικό κενό, που συχνά εκφορτίζεται με βία και καταστροφικότητα. Η δράση τους τροφοδοτείται από πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας και η κοσμοαντίληψη τους διαθλάται από τους φόβους και τα πάθη τους. Έτσι, η κοινωνία δεν είναι μέρος μιας κοινής πραγματικότητας που την συνδιαμορφώνουμε αλλά μια σειρά από αρνητικές προβολές. (Στυλιανίδης, 2013)
  Η μηδενιστική κριτική που ασκεί η Χρυσή Αυγή στη δημοκρατία και ο ακραίος αντικοινοβουλευτισμός της φαίνεται να διεκδικεί με επιτυχία την εκπροσώπηση της νεανικής απελπισίας. Το φαντασιακό της βίας ως επανορθωτικής άμεσης δράσης για την έξοδο από την αβεβαιότητα και την αταξία του παρόντος  βρίσκει απήχηση στους νέους. Ο εθνορατσισμός εργάζεται στην πυκνότητα του επείγοντος με ένα είδος άγριου εμπειρισμού. Γι’ αυτό και η ακροδεξιά, επιδεικνύοντας μια μοναδική ικανότητα προσάρτησης διάχυτων και ετερόκλητων λόγων ανταρσίας και αισθημάτων δυσαρέσκειας,  μπορεί και πολιτικοποιεί με τους δικούς της όρους τις βιωματικές ρήξεις οι οποίες συντελούνται στο έδαφος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης (Σεβαστάκης, Σταυρακάκης, 2012, σ 36-38).
 Η επιχειρηματολογία της  οικοδομείται κυρίως με άξονα την αντίθεση ανάμεσα στο λαό και το κατεστημένο, ο εμπρηστικός της λόγος πυροδοτεί τη νεανική αδιαλλαξία, ενώ η προκλητική ασέβειά της εκμαυλίζει την νεανική επαναστατικότητα και αποπροσανατολίζει τη σκέψη του έφηβου αμφισβητία. 
 Η κυρίαρχη αφήγηση  της κρίσης, λοιπόν,   ισοδυναμεί με μια ρητορική της εθνικής ενοχής και του  συλλογικού κακού (μαζικός ηδονισμός, πελατειακές σχέσεις, πλαστά δάνεια υπερβολικά επιτρεπτική δημοκρατία) - ο κατηχητικος λόγος των οργανικών διανοοούμενων έχει εδώ κρισιμότατο ρόλο-  και καταλήγει στο μοτίβο του κολασμού και της επανόρθωσης του σάπιου ελληνικού ιστού,  με  αποτέλεσμα μια έντονη διάχυση αισθημάτων συλλογικής αδυναμίας και εθνικής ταπείνωσης.  (Σεβαστάκης, Σταυρακάκης, 2012, σ 28-30). Η φιλελεύθερη κανονιστική γλώσσα καταδικάζει το μαρξιστικό λόγο ως συνυπεύθυνο της κρίσης και συχνά λοιδορεί τις συλλογικές διεκδικήσεις,  αλλά αφήνει ανοικτό το πεδίο για την εξτρεμιστική αναθεωρητική εκδοχή της:  Ο λόγος του εθνορατσισμού ψέγει κι αυτός την παρασιτική δημοκρατία, την οποία συνδέει με την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς, διατείνεται όμως ότι  η πτώση του ελληνισμού δεν οφείλεται σε φυλετικές αδυναμίες ή εθνικές αμαρτίες,  αλλά στην προδοσία των πολιτικών ελίτ και σε μυστικές λέσχες που συνεργάζονται με εβραίους τραπεζίτες και χρηματιστές, (βλέπε τον τρισκατάρατο Σώρο), και απεργάζονται την καταστροφή της μικρής αλλά υπερήφανης Ελλάδας. Στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες ιδιαίτερα τις διεθνείς (Έκο, 2012)

Πρόκειται, ασφαλώς,  για μια απλοϊκή και μανιχαϊστική  ερμηνεία των δεινών, συχνά διατυπωμένη με φτωχό λεξιλόγιο και  στοιχειώδη σύνταξη, αλλά που  καθησυχάζει την οργή, παρηγορεί την πικρία και κολακεύει την ευθιξία των νέων. Άλλωστε, πολλοί από τους μαθητές μας- πέρα από την ευπιστία της ηλικίας- έχουν εξοικειωθεί με θεωρίες συνωμοσίας είτε μέσα από την πλοήγηση τους σε συναφείς ψευδοεπιστημονικές  ιστοσελίδες είτε χάρη σε  cult τηλεοπτικές εκπομπές τύπου «Οι πύλες του Ανεξήγητου». Γενικότερα, πάντως, η σχετική  παραφιλολογία, που  έχει αναπτυχθεί στις ΗΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη με απαρχή τα νεοναζιστικά κινήματα, έχει μεταγραφεί με μεγάλη μάλιστα εμπορική  επιτυχία στη μαζική pop κουλτούρα: ο μύθος του Μαύρου Ήλιου, των Ιλλουμινάτι, του Κοινού της Σιών, της αναζήτησης του Ιερού Δισκοπότηρου, της χαμένης Ατλαντίδας  των Ναϊτών Ιπποτών, των ναζιστικών ΑΤΙΑ και των μυστικών βάσεων στην Ανταρκτική... Μια εγχώρια εκδοχή των παραπάνω είναι και η πίστη στην ομάδα Ε, τη μυστική στρατιά που δραστηριοποιείται στις κρίσιμες ώρες προς υπεράσπιση του Ελληνισμού. (Τζούκας, 2012)
 Οι ένθερμοι οπαδοί αλλά και οι απλοί  ψηφοφόροι  πάντως της Χρυσής Αυγής συνηθίζουν να την επαινούν ως το μόνο πολιτικό μόρφωμα που δεν αρκείται στα λόγια. Πράγματι, η συμβολική βία της λαϊκής γλώσσας που υιοθετεί συνοδεύεται συνήθως από το αίτημα μιας παθιασμένης  στράτευσης αλλά και της έμπρακτης  δράσης.  Η φυσική βία, τώρα, -απροκάλυπτη και ωμή- επιχειρεί να δικαιωθεί μέσα από επιθέσεις σε «ανθελληνικούς στόχους» και τη θεοποίηση της αυτοδικίας (Ψαράς, 2012,σ. 410). Οι έφηβοι, όμως, ιδεολόγοι και ρομαντικοί, έλκονται κυρίως από τα   ηρωικά πρότυπα που σμιλεύονται εντέχνως μέσα από  τις λειτουργικές εικόνες και του σχηματικούς τόπους της εθνικιστικής μυθοπλασίας. Όσα παιδιά πλησιάζουν τα γραφεία τέτοιων οργανώσεων  μαθαίνουν πως ανήκουν σε μια εκλεκτή και  ένδοξη φυλή και  πως πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για τη μητέρα-πατρίδα και την «Αγία Ιδεολογία» (φαντασιακή ταύτιση με τους αρχαίους πολεμιστές). Ο θαυμασμός για την αρχαία Ελλάδα, βέβαια, επικεντρώνεται στην στρατιωτική Σπάρτη, ενώ το αμφιλεγόμενο έθιμο «της κρυπτείας» χρησιμοποιείται ως πηγή έμπνευσης για το κυνήγι του εσωτερικού εχθρού. (Ψαράς, 2012,σ. 262-3)
 Η ακροδεξιά  επιθετικότητα προσφέρει ευφάνταστους τρόπους  διοχέτευσης του καταπιεσμένου ενεργητικού των εφήβων. Έτσι μέσα  από τον ξυλοδαρμό του έγχρωμου συμμαθητή του ο δειλός δεκαπεντάχρονος προσπαθεί να κερδίσει αυτοεπιβεβαίωση, να αποδείξει στους συνομηλίκους του ότι δεν είναι  αδύναμος και ανεπαρκής, οι άνεργοι νεοφασίστες, που επιτίθενται σε στέκια του αντιεξουσιαστικού χώρου αναζητούν την εμπειρία της αδρεναλίνης -τοξικό αντίδοτο στην ατέλειωτη διαδοχή των άδειων ημερών τους-  και μέσα από  το κυνήγι του μετανάστη  ο εθνικόφρων  παρίας προσπαθεί να αντιστρέψει τους όρους της καθημερινότητάς του και να μετατραπεί από θύμα των περιστάσεων  σε  ήρωα- εκδικητή.  Η βία του πεζοδρομίου ως μέθοδο εθνικής ανάτασης είναι η εκτροπή ενός ακυρωμένου πατριωτισμού που κακοφόρμησε -εν μέρει και εξαιτίας των ορθοπεδικών επεμβάσεων (βλέπε νεοπουριτανική λογοκρισία) μιας «πολιτικά ορθής» Αριστεράς.
  Ο φασισμός κατά παράδοση απευθύνεται στη νεολαία και υπόσχεται τη χειραφέτησή της από τη δυσφορία του πολιτισμού και την τυραννία της καλής συμπεριφοράς. Η κινηματική του διάσταση του επιτρέπει να ενδύεται  με την αύρα του καινούριου και να οικειοποιείται το πρόσημο της αλλαγής, να εμφανίζεται ως παράγοντας ζωτικότητας και ανατροπής απέναντι στην παρακμή και τον κυνισμό, τη νάρκη και την  κόπωση της καθεστηκυίας τάξης. (Paxton, 2006)
 Όχι τυχαία, λοιπόν, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες αποτελούν ομάδα-στόχο της Χρυσής Αυγής. Η οργάνωση έχει από το 1990 δημιουργήσει  και το δικό της νεολαιίστικο σχήμα, το Μέτωπο Νεολαίας, ενώ από το 1998 άρχισε να εκδίδει και αντίστοιχο περιοδικό την Αντεπίθεση (Ψαράς, 2012, 308-9). «Είστε ο ανθός» και αργότερα «Είστε η φρουρά και οι φρουροί δεν πίπτουν», μερικές από τις κολακευτικές προσφωνήσεις του αρχηγού  της Χρυσής Αυγής στους νεαρούς οπαδούς του. Η  προπαγάνδα των νεοφασιστών χρησιμοποιεί τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης για να διαδώσει  τα μισαλλόδοξα μηνύματά της, ενώ χώροι προσηλυτισμού και στρατολόγησης  των νέων αποτελούν τα γυμναστήρια, οι  αθλητικοί σύλλογοι αλλά δυστυχώς και τα σχολικά προαύλια,(ιδιαίτερη μνεία στη δράση των «Κενταύρων» στην περιοχή της Νίκαιας)
 Τα σχήματα της  αισθητική του νεοφασισμού,  ναζιστικά σύμβολα,  μαύρες στολές, μπόντιμπιλντ σώματα, αρβύλες τύπου Doc Martens, απειλητικά τατουάζ, διεγείρουν τη νεανική φαντασία.  Η White Power Music διαθέτει στην υπηρεσία της διεθνή αλλά και εγχώρια συγκροτήματα, που στους στίχους τους εξυμνούν την υπεροχή της Άριας Φυλής και καλούν σε κάθε είδους βιαιοπραγία ενάντια στα μιάσματα «εβραίους, κομουνιστές, μαύρους ή ασιάτες». Εθνικιστικά δίκτυα κυκλοφορούν ηλεκτρονικά παιχνίδια, όπου, σύμφωνα με το σενάριο, κερδίζει όποιος βάλει πιο πολλούς Εβραίους στους φούρνους ή σε θαλάμους αερίων... (Μπίστικα,1998)

Η ψυχαναλυτική δομή μιας φασιστικής οργάνωσης είναι παρανοϊκή αλλά ασκεί ιδιαίτερη έλξη σε  άτομα με χαμηλή υποκειμενικότητα και ενδεχόμενη καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.(Ράιχ, 2012) Τα αγόρια, βέβαια,  είναι πολύ πιο ευάλωτα στο να εντυπωσιαστούν από τη στρατιωτική δομή και τη σιδερένια πειθαρχία αυτών των ομάδων (το υψωμένο χέρι που χαιρετά τον ανώτερο,  η λατρεία του αρχηγού, τα πολεμικά εμβατήρια ή το επιβλητικό τελετουργικό), αφού στην προσπάθειά τους να αποκρυσταλλώσουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα, αναζητούν  πρότυπα δύναμης και αρσενικά στερεότυπα. «Ο πόλεμος είναι για τους άντρες ό,τι η μητρότητα για την γυναίκα», αν θυμηθούμε και τον Μπενίτο Μουσολίνι.
 Στην Ελλάδα του 2013, δεν έχουμε, βέβαια, ένα πόλεμο που χάσαμε ή απώλειες εδαφικές, ούτε η επικράτεια κινδυνεύει άμεσα, όπως στη Βαϊμάρη της δεκαετίας του ’30. Υπάρχουν, όμως,  ειδικοί όροι που φτιάχνουν μια αμφισβητούμενη, επαπειλούμενη ταυτότητα- ή, ορθότερα, μια ταυτότητα που βιώνεται ως επαπειλούμενη. Και αυτή είναι μια πολύ κακή συνθήκη, ένα πολύ μεγάλο εμπόδιο για μια πολιτική που θέλει και πρέπει να μιλάει με επιχειρήματα, να απευθύνεται στο λογικό.  (Κουζέλης, Οκτ 2012)
 Δεν έχει σημασία αν η Χρυσή Αυγή διαθέτει ρεαλιστικό πρόγραμμα  ή κυβερνητική δυναμική. Ο φασιστικός λόγος πείθει, παράγοντας ένα σύνδεσμο μεταξύ ομιλητή και ακροατή, μια φορτισμένη σχέση του αποδέκτη με τον ίδιο το λόγο ή το κείμενο που του απευθύνεται. Η λογική κρίση παραμερίζεται ή αδρανοποιείται  και οι ρητορικές τεχνικές φέρνουν στην επιφάνεια απωθημένες σκέψεις και ανομολόγητες επιθυμίες. Ο φασιστικός λόγος διεγείρει και αξιοποιεί συναισθήματα πρωτίστως αρνητικά τα οποία υποδαυλίζει και στα οποία δίνει χώρο και τρόπο έκφρασης. Δεν χρειάζεται πεισμένους φασίστες για να πετύχει στο σκοπό του -χρειάζεται μόνο τον προκατειλημμένο νου σε συνθήκη απεγνωσμένης αναζήτησης αναγνώρισης, εκείνον που θα προβάλει συναίσθημα στις κούφιες φράσεις για να χαρεί την ηχώ της κοινότοπης ιαχής του. (Κουζέλης, Νοεμ. 2012)  Η Χρυσή Αυγή  κατορθώνει να ενσαρκώσει όχι μόνο  τις ματαιώσεις αλλά και τις προσδοκίες των νέων.  Η μεγαλόσχημη φρασεολογία της υπόσχεται μια θριαμβευτική εκδίκηση. «Θα επιστρέψουμε και η Γη θα τρέμει».  Η Χρυσή Αυγή καλεί σε εθνικό προσκλητήριο και το έθνος ως η συνισταμένη των οραμάτων  αποκτά ουσιολογική υπόσταση αλλ΄’α και μεταφυσικό  χαρακτήρα.
 Θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να αναρωτηθεί πως η εφηβική ευαισθησία ή η νεανική  αγνότητα δεν εξεγείρονται μπροστά στην κάθοδο των νέων βαρβάρων. Η συστηματική  οπτικοακουστική αναπαραγωγή του ανθρώπινου πόνου από τα δελτία ειδήσεων και η αισθητική αποθέωση της βίας από τα φουτουριστικά θρίλερ και τις εναλλακτικές ταινίες δράσης, τις ψυχεδελικές εικόνες των μουσικών videoclip αλλά και τις ψηφιακές  αιματοχυσίες των video games έχουν προκαλέσει στο νεανικό κυρίως κοινό έναν ιδιότυπο συγκινησιακό ευνουχισμό.
 Και το σπουδαιότερο,  η  άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν είναι κεραυνός εν αιθρία: αντίθετα,  πολλά από τα στοιχεία του λόγου και της πρακτικής της είναι διάχυτα και ήδη παρόντα στην ελληνική κοινωνία Οι πολυδιαφημισμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις «σκούπα», οι προεκλογικές υποσχέσεις για  καθαρές πόλεις, η αναγωγή των μεταναστών σε «υγειονομικές βόμβες» και ο εγκλεισμός τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και η δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, πέρα από την «ιατρικοποίηση της κρίσης», αποδεικνύουν περίτρανα και  την κοινοτοπία της ακροδεξιάς ιδεολογίας.  Η νόρμα της εθνικής και πολεμικής αρρενωπότητας  ως θεματοφύλακα της εθνοφυλετικής καθαρότητας είναι χαρακτηριστική όψη της αστυνομευμένης τάξης (με όρους Jacques Ranciere), που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός σε περιόδους κρίσης. (Αθανασίου, 2012)
Γι’ αυτό ίσως  και δεν ήταν  εφικτό να δημιουργηθεί μια «υγειονομική ζώνη» (cordon sanitaire) δημόσιου αποκλεισμού  γύρω από τη Χρυσή Αυγή άμα τη εμφανίσει, όπως έχει συμβεί επανειλημμένως  με τους ομόφρονες πολιτικούς σχηματισμούς σε άλλες χώρες (Ψαρράς, 2012, σ. 395). Τώρα, μάλιστα, που οι λαλίστατοι εκπρόσωποί της έγιναν δημοφιλείς τηλεπερσόνες, τα όψιμα  αποφασιστικά  μέτρα εναντίον ίσως προσδώσουν στην οργάνωση τη γοητεία της διωκόμενης πολιτικής δύναμης. Το υπό συζήτηση πρόβλημα, ο εκφασισμός του μυαλού των νέων, παραμένει. Άλλωστε, νομίζω, ότι έχει γίνει ήδη αρκετά σαφής η ανεπάρκεια κάθε ορθολογικής αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων που θα επιχειρηθεί στα πλαίσια μιας αφοπλισμένης  μετα-δημοκρατίας. (Κράουτς, 2006)
   Η μόνη λύση είναι η αλλαγή παραδείγματος, η σύνθεση μιας επαναστατικής συναστρίας αξιών, η δημιουργία ενός πολιτικού πεδίου, όπου η εκπροσώπηση του πάθους θα είναι εκ νέου δυνατή, το στήσιμο μιας δημόσιας σκηνής όπου ο πολίτης θα γίνει ξανά πρωταγωνιστής.  Ο νέος για να απαγκιστρωθεί από τους γοητευτικούς αφορισμούς του φασιστικού λόγου χρειάζεται μια αντίπαλη φαντασίωση, μια εναλλακτική κουλτούρα που θα προκαλέσει ευθέως τον αυταρχικό ρεαλισμός της κατάστασης εξαίρεσης (Σεβαστάκης, Σταυρακάκης, 2012, σ. 39&87), μια μαχητική και στρατευμένη δημοκρατία, μια πολιτεία αντάξια να ερωτευτεί κανείς, όπως την Αθήνα του Περικλή, για να μνημονεύσουμε και τον πολύπαθο Επιτάφιο του Θουκυδίδη.
 Ευκαιρία να τονίσουμε στο σημείο αυτό  εμφαντικά και το ρόλο του σχολείου. Ας θυμηθούμε τα λόγια του  Χατζιδάκη από το  γνωστό άρθρο του 1993: «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυσμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία.»
 Στην εφηβική ηλικία, ο άνθρωπος έχει αποκτήσει τις γνωστικές δομές που απαιτεί ο σχηματισμός της αυτόνομης σκέψης και της προσωπικής ηθικής -υιοθέτηση γενικών αρχών, διατύπωση υποθέσεων, ανάπτυξη τυπικών συλλογισμών- (Παρασκευόπουλος, 1984). Η  αποσυναρμολόγηση της κριτικής σκέψης, όμως,  όπως αυτή συντελείται σταδιακά από τις διαφημιστικές τεχνικές, την πολιτική προπαγάνδα και την τηλεοπτική υποκουλτούρα αλλά και από  ένα αναχρονιστικό και εξουθενωτικό εκπαιδευτικό σύστημα,  παραδίδει τους εφήβους ανυπεράσπιστους   στα κάθε λογής  δημαγωγικά συνθήματα και επικοινωνιακά παιχνίδια.
 Το σύγχρονο ελληνικό σχολείο, μόνο αν επαναφέρει το διαφωτιστικό πρόταγμα και αποκαταστήσει το συλλογικό βίωμα, θα κατορθώσει να υψώσει οδοφράγματα στην επέλαση του νεοφασισμού στις τάξεις των μαθητών. Η γνωστή υπερβολή, «αν δεν είσαι μέρος της λύσης του προβλήματος, τότε είσαι μέρος του ίδιου του προβλήματος» βρίσκει την πλήρη της εφαρμογή στην περίπτωσή μας. Οι εκπαιδευτικοί έχουμε  την υποχρέωση να υψώσουμε το παιδαγωγικό μας ανάστημα και το δημοκρατικό μας φρόνημα και να τολμήσουμε την πολιτική ανάλυση που σαφώς δεν ταυτίζεται με την κομματική τοποθέτηση. Έχουμε την υποχρέωση εκτός από μετάδοση γνώσεων ή την καλλιέργεια δεξιοτήτων, να κοινωνήσουμε τα παιδιά σε πανανθρώπινες αξίες (συνεργασία, αυτοεκτίμηση, ενσυναίσθηση, αποδοχή, αυτοσεβασμός, αλληλεγγύη....) Και σε κάθε περίπτωση να καταπολεμούμε μύθους και προκαταλήψεις που τα παιδιά μεταφέρουν από την οικογένεια τους, τα ΜΜΕ ή την ευρύτερη κοινωνία, περιθωριοποιώντας και απαξιώνοντας από τη γέννηση της κάθε ρατσιστική συμπεριφορά. (Πρωτονοτάριου, 2012).
Οι τρόποι πολλοί. Επαφίενται στο θάρρος και την εφευρετικότητά μας. Πρωτίστως επιβάλλεται η αναβάθμιση και βιωματική διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας. Η ιστορική λήθη είναι  σύμμαχος της ακατέργαστης σκέψης. Δεν είναι άσχετο με το πρόβλημα το ότι οι μαθητές δεν διδάσκονται επαρκώς την ελληνική μεταναστευτική ιστορία και πολύ συχνά δεν προσεγγίζουν ερμηνευτικά την άνοδο των φασιστικών κινημάτων του Μεσοπολέμου.(Χλωπτσιούδη, 2013). Η αναβάθμιση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών θα μπορούσε να συμβάλλει στη θωράκιση των μαθητών απέναντι στον κίνδυνο το ολοκληρωτισμού, αν αντιμετωπίσουμε τη γλώσσα βέβαια όχι λειτουργικά αλλά ως φορέα ανθρωπιστικών αξιών. Το θέατρο συμβάλλει στην τόνωση του αυτοσυναισθήματος και αποκαλύπτει στους εφήβους τη χαρά της ομαδικής προσπάθειας.  Παράλληλα, ο εντατικός διάλογος και ο γνήσιος φιλοσοφικός προβληματισμός ίσως επιτρέψει σε όσους μαθητές βλέπουν το Νεοναζισμό σα life style επιλογή, να αποδομήσουν την αντισυστημική πόζα της εκάστοτε Χρυσής Αυγής και να έρθουν αντιμέτωποι με τις συστατικές ασυνέπειες αλλά και τις έσχατες λογικές συνέπειες της φασιστικής θεωρίας.
 Τον περασμένο αιώνα, όταν η σκιά της  χιτλερικής απειλής  απλωνόταν στην Ευρώπη,  ο φιλόσοφος Λεβινάς γράφει: «Αυτό που διακυβεύεται με την άνοδο του ναζισμού δεν είναι το ένα ή το άλλο δόγμα περί δημοκρατίας, κοινοβουλευτισμού, δικτατορικού καθεστώτος ή θρησκευτικής πολιτικής. Είναι το ίδιο το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο».(Levinas, 1997, σ.24)





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
 ΒΙΒΛΙΑ
Αθανασίου, Α. (2012). Η κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, Αθήνα: Σαββάλας
Arendt, H., (1976), The Origins of Totalitarianism, Νέα Υόρκη: Harcourt Brace & Co
Cohen, S. (1980). Folk Devils and Moral Panics, Οξφόρδη: Martin Robertson
Εμμανουηλίδης, Μ., Κουκουτσάκη, Α. (2013). Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: future
Herbet, M. (1999), Ψυχολογικά προβλήματα εφηβικής ηλικίας, μτφ. Α. Καλαντζή-Αζίζι, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Herf, J. (20012). Αντιδραστικός  Μοντερνισμός, μτφ Παρασκευάς Ματαλας, Κρήτη: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κράουτς, Κ. (2006). Μεταδημοκρατία, μτφ. Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Αθήνα: Εκκρεμές
Levinas, E. (1997). Quelques réflections sur la philosophie de l’ hitlérisme, Παρίσι: Rivages
Μιχαήλ, Σ.(2013). Η φρίκη μιας Παρωδίας, Αθήνα: Άγρα,
 Μουφ, Σ. (2010). Επί του Πολιτικού, μτφ. Αλέξανδρος Κιουπκιόλης, Αθήνα: Εκκρεμές
Ναυρίδης, Κ., Χρηστάκης, Ν. (1997). Ταυτότητες, ψυχοκοινωνική συγκρότηση, Αθήνα: 1997
Παρασκευόπουλος, Ι. (1984).  Εφηβική Ηλικία, Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών
Paxton, Ο.-R. (2006). Η ανατομία του Φασισμού, μτφ. Κατερίνα Χαλμουκου, Αθήνα: Κέδρος
Phillips, L., Jorgensen, M. (2009). Ανάλυση Λόγου, Θεωρία και Μέθοδος, Αθήνα: Παπαζήσης
Ράιχ, Β. (2012). Ο μαύρος και ο κόκκινος Φασισμός, μτφ. Νίκος Αλεξίου, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος
Σεβαστάκης, Ν., Σταυρακάκης, Γ. (2012). Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση, Αθήνα: Νεφέλη
Σταυρακάκης, Γ., Σταφυλάκης, Κ. (2008) Το πολιτικό στη σύγχρονη τέχνη, Αθήνα: Εκκρεμές
Χορκχάιμερ, Μ., Αντόρνο, Τ.( ). Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μτφ. Ζήσης Σαρίκας, Αθήνα: Υψιλον
Ψαρράς, Δ. (2012). Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής, Αθήνα: Πόλις

ΑΡΘΡΑ
Γιαννόπουλου, Τ. (2013). Σχετικά με το πολιτικό πρόγραμμα της Χρυσής Αυγής. Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 10
Δασκαλοπούλου, Ν. (2012, Νοέμβριος 6). Το φάντασμα της Χρυσής Αυγής στοιχειώνει τα σχολεία. Εφημερίδα των Συντακτών
Εκο, Ο. (2012, Οκτώβριος 13). Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτοφασισμού. tvxs.gr/node/108477
Κουζέλης, Μ. (2012, Οκτώβριος 12).  Η δημοκρατία της Βαιμάρης και η Ελλάδα του 2012. tvxs.gr/node/1099095
Κουζέλης, Μ. (2012, Αύγουστος 4). Ο φασιστικός Λόγος. Η Αυγή
Κουζέλης, Μ. (2012, Δεκέμβριος 22). Πώς οικοδομείται ο φασισμός. Η Εποχή
Στυλιανίδης, Σ. (2013, Ιανουάριος 18). Η βία σήμερα: ορισμένες επισημάνσεις.  Εφημερίδα των Συντακτών
Μερτίκα, Γ. (2013, Νοέμβριος 6). Η  «φιλοσοφία» του φασισμού. REDNotebook
Μπίστικα, Π. (1998, Ιούλιος 26). Τα ξυρισμένα μυαλά του νεοφασιμού. Το Βήμα
Πρωτονοτάριου, Σ. (2012, Οκτώβριος 28).  Εκπαίδευση και Αντιρατσισμος. Η Αυγή
Παπαδόπουλος, Γ. (2013, Φεβρουάριος 23). Πώς η Χρυσή Αυγή στρατολογεί μαθητές στα ελληνικά σχολεία. Τα Νέα
Savaricas, N. (2013, Φεβρουάριος 2). Greece’s neofscists are on the rise …and now they are going into schools: How Golden Dawn is nurturing the next generation. The Independent
Τζούκας, Β. (2012, Νοέμβριος 4). Θεωρίες Συνωμοσίας. Η Αυγή
Χατζιδάκης, Μ. (1993, Φεβρουάριος 4). Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Ελευθεροτυπία
Χλωπτσιούδης, Δ. (2013, Σεπτέμβριος 22), tvxs.gr/node/139072. (Αθανασίου, 2012)





[1] Οι προσωπικές εμπειρίες των μάχιμων εκπαιδευτικών είναι νομίζω η πιο αξιόπιστη πηγή για τη μελέτη του φαινομένου. Ενδεικτικά παραπέμπω στα άρθρα:  Ντίνα Δασκαλοπούλου, «Το φάντασμα της Χρυσής Αυγής στοιχειώνει τα σχολεία¨, Εφημερίδα των Συντακτών, 6/11/2012, Γιάννης Παπαδόπουλος, «Πώς η Χρυσή Αυγή στρατολογεί μαθητές στα ελληνικά σχολεία», Τα Νέα, 23/02/2013, Nathalie Savaricas, «Greeces neofascists are on the riseand now theyre going into schools: How Golden Dawn is nurturing the next generation», The Independent, 02/02/2013.