για να ανοίξουμε το δρόμο...

για να ανοίξουμε το δρόμο...
για να ανοίξετε το δρόμο...

Sunday, February 23, 2014

Πηνελόπης Κουφοπούλου, Η γοητεία της νεοφασιστικής ρητορικής και τα ευήκοα ώτα των εφήβων



 Oι επιθέσεις εναντίον έγχρωμων μεταναστών, οι εμπρησμοί σε κατοικίες αλλοδαπών  και τα ρατσιστικά εγκλήματα που διαπράττονται  εν ονόματι της φυλετικής καθαρότητας ή την αφύπνιση ενός ευνουχισμένου πατριωτισμού είναι κοινός τόπος σε πολλές χώρες  της Ευρώπης. (Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Δανία, Γερμανία,  Νορβηγία, Ολλανδία ...)
 Έτσι, στη  μνημονιακή Ελλάδα   η εκρηκτική άνοδος της λαϊκής ακροδεξιάς και η είσοδος της στο κοινοβούλιο με 7%  στις εκλογές του 2012 δεν πρέπει να διαβαστεί ως μια  «επαίσχυντη» εθνική ενοχή αλλά ως ένα ακόμα δείγμα της βαθύτατης κρίσης νομιμοποίησης, που διέρχεται διεθνώς η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά την παρακμή του μεταπολεμικού  κοινωνικού μοντέλου. Θα πρέπει, βέβαια, να παραδεχτούμε ότι η Χρυσή Αυγή  αποτελεί  ένα νεοναζιστικό πολιτικό   μόρφωμα με ιδιαιτέρως επικίνδυνα  χαρακτηριστικά: προβάλλει φιλοδοξίες μαζικού κινήματος,  διαθέτει ομάδες κρούσης και επιδίδεται σε εγκληματικές πρωτοβουλίες γειτονιάς, ενώ  η  επιρροή που ασκούν οι θέσεις της στην κυβερνητική ατζέντα είναι εξαιρετικά δυσανάλογη  με τα εκλογικά της ποσοστά.
 Ίσως, όμως,  το πιο επίφοβο στοιχείο, στην περίπτωσή μας,  είναι ότι ο φασιστικός της λόγος απευθύνεται σε ένα ολοένα και ευρύτερο νεανικό κοινό. Οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις ανεβάζουν σταθερά την Χρυσή Αυγή  σε τρίτο κόμμα στους ψηφοφόρους ηλικίας 18-24. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους νέους αυτούς, αν και  έχουν προλάβει να απολαύσουν  τις μέρες της αφθονίας,  φοιτώντας σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία και ξοδεύοντας πλουσιοπάροχα χαρτζιλίκια, καλούνται τώρα να ενηλικιωθούν σε μια «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», να  συμφιλιωθούν με το φάσμα της προσωπικής αποτυχίας αλλά  και με  μια παρατεταμένη ύφεση, που ίσως  οδηγήσει τις οικογένειες τους στα  κοινωνικά παντοπωλεία.
 Νεοφασιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις αποκτούν, όμως, ανησυχητική δημοτικότητα ανάμεσα σε μαθητές των Γυμνασίων και  των Λυκείων τώρα και  προνομιούχων συνοικιών -και όχι μόνο σε ΕΠΑΛ υποβαθμισμένων περιοχών, ενώ κρούσματα ρατσιστικής βίας έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και  στο χώρο της σχολικής αυλής. [1]Παράλληλα, μια σημαντική πλειοψηφία της νεολαίας απαξιώνει τη δημοκρατία και αποστρέφεται «τη διαφθορά και υποκρισία» των κομμάτων του περιβόητου συνταγματικού τόξου. Οι ανησυχίες των υπευθύνων και καθ’ ύλη αρμοδίων για την προστασία της νεολαίας εξαντλούνται συνήθως σε αναλύσεις εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ή  σε ανέξοδα ευχολόγια,  με αποτέλεσμα «Το εφηβικό φλερτ με τον τσαμπουκά της ΧΑ αυγής να κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μόνιμο ειδύλλιο». (Εμμανουηλίδης, Κουκουτσάκη, 2013, σ. 136)
 Οι συνήθεις αιτίες που μνημονεύονται στο δημόσιο, δημοσιογραφικό ως επί το πλείστον διάλογο, (περικοπές, ανεργία, ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, ανασφάλεια του πολίτη), σαφώς και ευσταθούν αλλά δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο θα αδικούσε κατάφωρα μια απλή  μηχανιστική οικονομιστική αναγωγή. Η δημοφιλής αναλογία της σημερινής κατάστασης με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, αν και φωτίζει κάποιες πλευρές του προβλήματος,  είναι εν πολλοίς παραπλανητική.
 Η επιτυχία της φασιστικής ρητορικής στο μαθητικό πληθυσμό θα πρέπει να εξεταστεί  με συνδυαστική αναφορά σε πολλαπλές  οπτικές ανάλυσης: Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις θέσεις της  σύγχρονης πολιτικής  θεωρίας, να  υπογραμμίσουμε  τις ιδιαιτερότητες της εφηβικής ψυχολογίας, να επισημάνουμε τις ανεπάρκειες του ελληνικού  εκπαιδευτικού συστήματος και ασφαλώς να εστιάσουμε σε συγκεκριμένες όψεις της   νεοελληνικής  παθολογίας.
 Σε διεθνές επίπεδο, η κυρίαρχη μορφή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η κοσμοπολίτικη δημοκρατία,  το διαβουλευτικό μοντέλο του Γιούργκεν Χάμπερμας, η επιδίωξη μιας  καθολικής συναίνεσης ακόμα και από τα αριστερά κόμματα έχουν σήμερα ως  αποτέλεσμα την  υποχώρηση της αγωνιστικής διάστασης και την απονεύρωση  του πολιτικού. Παράλληλα, η ορθολογιστική και ατομικιστική προσέγγιση του εκσυγχρονιστικού ωφελιμισμού σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς αντιστρατεύεται τη συγκρότηση των συλλογικών ταυτοτήτων. Η δημοκρατική πολιτική μοιραία περιορίζεται στην επίτευξη οικονομικών συμβιβασμών ή στη δημόσια  διαβούλευση γύρω από το κοινό αγαθό. Είναι εύλογο ότι δεν μπορεί να κινητοποιεί πραγματικά τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις ενός λαού και πολύ περισσότερο των νέων. ( Μουφ,  2008)
 Έτσι, ο «αντισυστιμικός» λόγος της λαϊκής ακροδεξιάς, που, αφενός,  σηματοδοτεί την  επαναφορά του πάθους  στην πολιτική σκηνή μέσα από την κλασσική διάκριση φίλος/εχθρός (όπου το ρόλο του «υπανθρώπου Εβραίου» έχει ενδυθεί ο οικονομικός μετανάστης) και, αφετέρου,  χάρη στα εθνοκεντρικά του μηνύματα, προσφέρει την ερμηνεία και βίωση του κόσμου από τη σκοπιά ενός αξιακά φορτισμένου και μεταφυσικά εξιδανικευμένου εμείς, φαίνεται να καλύπτει με προνομιακό τρόπο πάγιες αλλά υποτιμημένες συναισθηματικές ανάγκες του εφήβου (πχ. την ανάγκη συγκρότησης ταυτότητας ή  την ανάγκη του ανήκειν). Επίσης, το «κάλεσμα σε άμεση δράση», διαχρονικό μοτίβο των φασιστικών κινημάτων, πέρα από την παροχή ελπίδας κινητοποιεί τα αταβιστικά και μιμητικά στοιχεία της νεανικής προσωπικότητας.
Σε ό,τι αφορά τη δική μας εμπειρία, τώρα, οι οικονομικές αφαιμάξεις και οι εθνικές ταπεινώσεις των τελευταίων ετών αλλά και το χρόνιο αξιακό έλλειμμα της μεταπολίτευσης έχουν  καλλιεργήσει το έδαφος κατάλληλα για να ευδοκιμήσουν οι σπόροι  της μισαλλοδοξίας.  Το τελευταίο μας  καταφύγιο, η ευρωπαϊκή ιδέα, με το πρώτο φύσημα του ανέμου αποδείχτηκε σαθρό ιδεολόγημα.  
 Ο πρωτοφασισμός, εξηγεί ο Ουμπέρτο Έκο,  πηγάζει από μια ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα  τυπικό χαρακτηριστικό των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος συνιστά η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1929 (Έκο, 2012).  Κατά αναλογία, η Χρυσή Αυγή σήμερα  επενδύει στη νεανική απόγνωση. Η δραματική πληβειοποίηση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής μικροαστικής τάξης και η μαζική ανεργία των νέων δημιουργεί μια  γενιά της απελπισίας, χωρίς όρους ύπαρξης, με ζοφερό  μέλλον και διαλυμένο παρόν, (Μιχαήλ, 2013, σ. 41), ενώ  αυταρχικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν τα νεανικά παραπτώματα με όρους μηδενικής ανοχής στιγματίζουν και περιθωριοποιούν τους αντιρρησίες. Αλλά, «όσο οι κοινωνίες μας  εγκλωβίζουν τμήματα του κοινωνικού σώματος -τους νέους σ’ αυτήν την περίπτωση- σε μονοδιάστατα ή και αδιέξοδα μονοπάτια ανέλιξης και πρόσβασης στα αγαθά που η ίδια υπόσχεται, καταδικάζοντας εκ των υστέρων τις προτεινόμενες λύσεις και πρακτικές που αυτά τα κοινωνικά σώματα επιλέγουν, τότε το μέλλον μας επιφυλάσσει νέους ηθικούς πανικούς». (Cohen, 1980) 
 Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο,  ο κατακερματισμός της κοινωνικής συνοχής και η έκρηξη της κοινωνικής απόσχισης που η ανομία προκαλεί εις βάρος των ασθενέστερων στρωμάτων βιώνεται ως μια αδυναμία περίεξης της ατομικής και συλλογικής εμπειρίας, μια πλήρη απουσία νοηματοδότησης. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί -και εν προκειμένω το εκπαιδευτικό σύστημα- έχουν απολέσει τη διαμεσολαβητική τους ικανότητα και, επομένως, αδυνατούν να συγκρατήσουν την ψυχική οδύνη ή να μετασχηματίσουν τα καθημερινά αδιέξοδα σε συλλογική δράση. Η ύπαρξη των νέων βυθίζεται σε ένα τρομακτικό ψυχικό κενό, που συχνά εκφορτίζεται με βία και καταστροφικότητα. Η δράση τους τροφοδοτείται από πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας και η κοσμοαντίληψη τους διαθλάται από τους φόβους και τα πάθη τους. Έτσι, η κοινωνία δεν είναι μέρος μιας κοινής πραγματικότητας που την συνδιαμορφώνουμε αλλά μια σειρά από αρνητικές προβολές. (Στυλιανίδης, 2013)
  Η μηδενιστική κριτική που ασκεί η Χρυσή Αυγή στη δημοκρατία και ο ακραίος αντικοινοβουλευτισμός της φαίνεται να διεκδικεί με επιτυχία την εκπροσώπηση της νεανικής απελπισίας. Το φαντασιακό της βίας ως επανορθωτικής άμεσης δράσης για την έξοδο από την αβεβαιότητα και την αταξία του παρόντος  βρίσκει απήχηση στους νέους. Ο εθνορατσισμός εργάζεται στην πυκνότητα του επείγοντος με ένα είδος άγριου εμπειρισμού. Γι’ αυτό και η ακροδεξιά, επιδεικνύοντας μια μοναδική ικανότητα προσάρτησης διάχυτων και ετερόκλητων λόγων ανταρσίας και αισθημάτων δυσαρέσκειας,  μπορεί και πολιτικοποιεί με τους δικούς της όρους τις βιωματικές ρήξεις οι οποίες συντελούνται στο έδαφος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης (Σεβαστάκης, Σταυρακάκης, 2012, σ 36-38).
 Η επιχειρηματολογία της  οικοδομείται κυρίως με άξονα την αντίθεση ανάμεσα στο λαό και το κατεστημένο, ο εμπρηστικός της λόγος πυροδοτεί τη νεανική αδιαλλαξία, ενώ η προκλητική ασέβειά της εκμαυλίζει την νεανική επαναστατικότητα και αποπροσανατολίζει τη σκέψη του έφηβου αμφισβητία. 
 Η κυρίαρχη αφήγηση  της κρίσης, λοιπόν,   ισοδυναμεί με μια ρητορική της εθνικής ενοχής και του  συλλογικού κακού (μαζικός ηδονισμός, πελατειακές σχέσεις, πλαστά δάνεια υπερβολικά επιτρεπτική δημοκρατία) - ο κατηχητικος λόγος των οργανικών διανοοούμενων έχει εδώ κρισιμότατο ρόλο-  και καταλήγει στο μοτίβο του κολασμού και της επανόρθωσης του σάπιου ελληνικού ιστού,  με  αποτέλεσμα μια έντονη διάχυση αισθημάτων συλλογικής αδυναμίας και εθνικής ταπείνωσης.  (Σεβαστάκης, Σταυρακάκης, 2012, σ 28-30). Η φιλελεύθερη κανονιστική γλώσσα καταδικάζει το μαρξιστικό λόγο ως συνυπεύθυνο της κρίσης και συχνά λοιδορεί τις συλλογικές διεκδικήσεις,  αλλά αφήνει ανοικτό το πεδίο για την εξτρεμιστική αναθεωρητική εκδοχή της:  Ο λόγος του εθνορατσισμού ψέγει κι αυτός την παρασιτική δημοκρατία, την οποία συνδέει με την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς, διατείνεται όμως ότι  η πτώση του ελληνισμού δεν οφείλεται σε φυλετικές αδυναμίες ή εθνικές αμαρτίες,  αλλά στην προδοσία των πολιτικών ελίτ και σε μυστικές λέσχες που συνεργάζονται με εβραίους τραπεζίτες και χρηματιστές, (βλέπε τον τρισκατάρατο Σώρο), και απεργάζονται την καταστροφή της μικρής αλλά υπερήφανης Ελλάδας. Στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες ιδιαίτερα τις διεθνείς (Έκο, 2012)

Πρόκειται, ασφαλώς,  για μια απλοϊκή και μανιχαϊστική  ερμηνεία των δεινών, συχνά διατυπωμένη με φτωχό λεξιλόγιο και  στοιχειώδη σύνταξη, αλλά που  καθησυχάζει την οργή, παρηγορεί την πικρία και κολακεύει την ευθιξία των νέων. Άλλωστε, πολλοί από τους μαθητές μας- πέρα από την ευπιστία της ηλικίας- έχουν εξοικειωθεί με θεωρίες συνωμοσίας είτε μέσα από την πλοήγηση τους σε συναφείς ψευδοεπιστημονικές  ιστοσελίδες είτε χάρη σε  cult τηλεοπτικές εκπομπές τύπου «Οι πύλες του Ανεξήγητου». Γενικότερα, πάντως, η σχετική  παραφιλολογία, που  έχει αναπτυχθεί στις ΗΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη με απαρχή τα νεοναζιστικά κινήματα, έχει μεταγραφεί με μεγάλη μάλιστα εμπορική  επιτυχία στη μαζική pop κουλτούρα: ο μύθος του Μαύρου Ήλιου, των Ιλλουμινάτι, του Κοινού της Σιών, της αναζήτησης του Ιερού Δισκοπότηρου, της χαμένης Ατλαντίδας  των Ναϊτών Ιπποτών, των ναζιστικών ΑΤΙΑ και των μυστικών βάσεων στην Ανταρκτική... Μια εγχώρια εκδοχή των παραπάνω είναι και η πίστη στην ομάδα Ε, τη μυστική στρατιά που δραστηριοποιείται στις κρίσιμες ώρες προς υπεράσπιση του Ελληνισμού. (Τζούκας, 2012)
 Οι ένθερμοι οπαδοί αλλά και οι απλοί  ψηφοφόροι  πάντως της Χρυσής Αυγής συνηθίζουν να την επαινούν ως το μόνο πολιτικό μόρφωμα που δεν αρκείται στα λόγια. Πράγματι, η συμβολική βία της λαϊκής γλώσσας που υιοθετεί συνοδεύεται συνήθως από το αίτημα μιας παθιασμένης  στράτευσης αλλά και της έμπρακτης  δράσης.  Η φυσική βία, τώρα, -απροκάλυπτη και ωμή- επιχειρεί να δικαιωθεί μέσα από επιθέσεις σε «ανθελληνικούς στόχους» και τη θεοποίηση της αυτοδικίας (Ψαράς, 2012,σ. 410). Οι έφηβοι, όμως, ιδεολόγοι και ρομαντικοί, έλκονται κυρίως από τα   ηρωικά πρότυπα που σμιλεύονται εντέχνως μέσα από  τις λειτουργικές εικόνες και του σχηματικούς τόπους της εθνικιστικής μυθοπλασίας. Όσα παιδιά πλησιάζουν τα γραφεία τέτοιων οργανώσεων  μαθαίνουν πως ανήκουν σε μια εκλεκτή και  ένδοξη φυλή και  πως πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για τη μητέρα-πατρίδα και την «Αγία Ιδεολογία» (φαντασιακή ταύτιση με τους αρχαίους πολεμιστές). Ο θαυμασμός για την αρχαία Ελλάδα, βέβαια, επικεντρώνεται στην στρατιωτική Σπάρτη, ενώ το αμφιλεγόμενο έθιμο «της κρυπτείας» χρησιμοποιείται ως πηγή έμπνευσης για το κυνήγι του εσωτερικού εχθρού. (Ψαράς, 2012,σ. 262-3)
 Η ακροδεξιά  επιθετικότητα προσφέρει ευφάνταστους τρόπους  διοχέτευσης του καταπιεσμένου ενεργητικού των εφήβων. Έτσι μέσα  από τον ξυλοδαρμό του έγχρωμου συμμαθητή του ο δειλός δεκαπεντάχρονος προσπαθεί να κερδίσει αυτοεπιβεβαίωση, να αποδείξει στους συνομηλίκους του ότι δεν είναι  αδύναμος και ανεπαρκής, οι άνεργοι νεοφασίστες, που επιτίθενται σε στέκια του αντιεξουσιαστικού χώρου αναζητούν την εμπειρία της αδρεναλίνης -τοξικό αντίδοτο στην ατέλειωτη διαδοχή των άδειων ημερών τους-  και μέσα από  το κυνήγι του μετανάστη  ο εθνικόφρων  παρίας προσπαθεί να αντιστρέψει τους όρους της καθημερινότητάς του και να μετατραπεί από θύμα των περιστάσεων  σε  ήρωα- εκδικητή.  Η βία του πεζοδρομίου ως μέθοδο εθνικής ανάτασης είναι η εκτροπή ενός ακυρωμένου πατριωτισμού που κακοφόρμησε -εν μέρει και εξαιτίας των ορθοπεδικών επεμβάσεων (βλέπε νεοπουριτανική λογοκρισία) μιας «πολιτικά ορθής» Αριστεράς.
  Ο φασισμός κατά παράδοση απευθύνεται στη νεολαία και υπόσχεται τη χειραφέτησή της από τη δυσφορία του πολιτισμού και την τυραννία της καλής συμπεριφοράς. Η κινηματική του διάσταση του επιτρέπει να ενδύεται  με την αύρα του καινούριου και να οικειοποιείται το πρόσημο της αλλαγής, να εμφανίζεται ως παράγοντας ζωτικότητας και ανατροπής απέναντι στην παρακμή και τον κυνισμό, τη νάρκη και την  κόπωση της καθεστηκυίας τάξης. (Paxton, 2006)
 Όχι τυχαία, λοιπόν, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες αποτελούν ομάδα-στόχο της Χρυσής Αυγής. Η οργάνωση έχει από το 1990 δημιουργήσει  και το δικό της νεολαιίστικο σχήμα, το Μέτωπο Νεολαίας, ενώ από το 1998 άρχισε να εκδίδει και αντίστοιχο περιοδικό την Αντεπίθεση (Ψαράς, 2012, 308-9). «Είστε ο ανθός» και αργότερα «Είστε η φρουρά και οι φρουροί δεν πίπτουν», μερικές από τις κολακευτικές προσφωνήσεις του αρχηγού  της Χρυσής Αυγής στους νεαρούς οπαδούς του. Η  προπαγάνδα των νεοφασιστών χρησιμοποιεί τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης για να διαδώσει  τα μισαλλόδοξα μηνύματά της, ενώ χώροι προσηλυτισμού και στρατολόγησης  των νέων αποτελούν τα γυμναστήρια, οι  αθλητικοί σύλλογοι αλλά δυστυχώς και τα σχολικά προαύλια,(ιδιαίτερη μνεία στη δράση των «Κενταύρων» στην περιοχή της Νίκαιας)
 Τα σχήματα της  αισθητική του νεοφασισμού,  ναζιστικά σύμβολα,  μαύρες στολές, μπόντιμπιλντ σώματα, αρβύλες τύπου Doc Martens, απειλητικά τατουάζ, διεγείρουν τη νεανική φαντασία.  Η White Power Music διαθέτει στην υπηρεσία της διεθνή αλλά και εγχώρια συγκροτήματα, που στους στίχους τους εξυμνούν την υπεροχή της Άριας Φυλής και καλούν σε κάθε είδους βιαιοπραγία ενάντια στα μιάσματα «εβραίους, κομουνιστές, μαύρους ή ασιάτες». Εθνικιστικά δίκτυα κυκλοφορούν ηλεκτρονικά παιχνίδια, όπου, σύμφωνα με το σενάριο, κερδίζει όποιος βάλει πιο πολλούς Εβραίους στους φούρνους ή σε θαλάμους αερίων... (Μπίστικα,1998)

Η ψυχαναλυτική δομή μιας φασιστικής οργάνωσης είναι παρανοϊκή αλλά ασκεί ιδιαίτερη έλξη σε  άτομα με χαμηλή υποκειμενικότητα και ενδεχόμενη καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.(Ράιχ, 2012) Τα αγόρια, βέβαια,  είναι πολύ πιο ευάλωτα στο να εντυπωσιαστούν από τη στρατιωτική δομή και τη σιδερένια πειθαρχία αυτών των ομάδων (το υψωμένο χέρι που χαιρετά τον ανώτερο,  η λατρεία του αρχηγού, τα πολεμικά εμβατήρια ή το επιβλητικό τελετουργικό), αφού στην προσπάθειά τους να αποκρυσταλλώσουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα, αναζητούν  πρότυπα δύναμης και αρσενικά στερεότυπα. «Ο πόλεμος είναι για τους άντρες ό,τι η μητρότητα για την γυναίκα», αν θυμηθούμε και τον Μπενίτο Μουσολίνι.
 Στην Ελλάδα του 2013, δεν έχουμε, βέβαια, ένα πόλεμο που χάσαμε ή απώλειες εδαφικές, ούτε η επικράτεια κινδυνεύει άμεσα, όπως στη Βαϊμάρη της δεκαετίας του ’30. Υπάρχουν, όμως,  ειδικοί όροι που φτιάχνουν μια αμφισβητούμενη, επαπειλούμενη ταυτότητα- ή, ορθότερα, μια ταυτότητα που βιώνεται ως επαπειλούμενη. Και αυτή είναι μια πολύ κακή συνθήκη, ένα πολύ μεγάλο εμπόδιο για μια πολιτική που θέλει και πρέπει να μιλάει με επιχειρήματα, να απευθύνεται στο λογικό.  (Κουζέλης, Οκτ 2012)
 Δεν έχει σημασία αν η Χρυσή Αυγή διαθέτει ρεαλιστικό πρόγραμμα  ή κυβερνητική δυναμική. Ο φασιστικός λόγος πείθει, παράγοντας ένα σύνδεσμο μεταξύ ομιλητή και ακροατή, μια φορτισμένη σχέση του αποδέκτη με τον ίδιο το λόγο ή το κείμενο που του απευθύνεται. Η λογική κρίση παραμερίζεται ή αδρανοποιείται  και οι ρητορικές τεχνικές φέρνουν στην επιφάνεια απωθημένες σκέψεις και ανομολόγητες επιθυμίες. Ο φασιστικός λόγος διεγείρει και αξιοποιεί συναισθήματα πρωτίστως αρνητικά τα οποία υποδαυλίζει και στα οποία δίνει χώρο και τρόπο έκφρασης. Δεν χρειάζεται πεισμένους φασίστες για να πετύχει στο σκοπό του -χρειάζεται μόνο τον προκατειλημμένο νου σε συνθήκη απεγνωσμένης αναζήτησης αναγνώρισης, εκείνον που θα προβάλει συναίσθημα στις κούφιες φράσεις για να χαρεί την ηχώ της κοινότοπης ιαχής του. (Κουζέλης, Νοεμ. 2012)  Η Χρυσή Αυγή  κατορθώνει να ενσαρκώσει όχι μόνο  τις ματαιώσεις αλλά και τις προσδοκίες των νέων.  Η μεγαλόσχημη φρασεολογία της υπόσχεται μια θριαμβευτική εκδίκηση. «Θα επιστρέψουμε και η Γη θα τρέμει».  Η Χρυσή Αυγή καλεί σε εθνικό προσκλητήριο και το έθνος ως η συνισταμένη των οραμάτων  αποκτά ουσιολογική υπόσταση αλλ΄’α και μεταφυσικό  χαρακτήρα.
 Θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να αναρωτηθεί πως η εφηβική ευαισθησία ή η νεανική  αγνότητα δεν εξεγείρονται μπροστά στην κάθοδο των νέων βαρβάρων. Η συστηματική  οπτικοακουστική αναπαραγωγή του ανθρώπινου πόνου από τα δελτία ειδήσεων και η αισθητική αποθέωση της βίας από τα φουτουριστικά θρίλερ και τις εναλλακτικές ταινίες δράσης, τις ψυχεδελικές εικόνες των μουσικών videoclip αλλά και τις ψηφιακές  αιματοχυσίες των video games έχουν προκαλέσει στο νεανικό κυρίως κοινό έναν ιδιότυπο συγκινησιακό ευνουχισμό.
 Και το σπουδαιότερο,  η  άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν είναι κεραυνός εν αιθρία: αντίθετα,  πολλά από τα στοιχεία του λόγου και της πρακτικής της είναι διάχυτα και ήδη παρόντα στην ελληνική κοινωνία Οι πολυδιαφημισμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις «σκούπα», οι προεκλογικές υποσχέσεις για  καθαρές πόλεις, η αναγωγή των μεταναστών σε «υγειονομικές βόμβες» και ο εγκλεισμός τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και η δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, πέρα από την «ιατρικοποίηση της κρίσης», αποδεικνύουν περίτρανα και  την κοινοτοπία της ακροδεξιάς ιδεολογίας.  Η νόρμα της εθνικής και πολεμικής αρρενωπότητας  ως θεματοφύλακα της εθνοφυλετικής καθαρότητας είναι χαρακτηριστική όψη της αστυνομευμένης τάξης (με όρους Jacques Ranciere), που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός σε περιόδους κρίσης. (Αθανασίου, 2012)
Γι’ αυτό ίσως  και δεν ήταν  εφικτό να δημιουργηθεί μια «υγειονομική ζώνη» (cordon sanitaire) δημόσιου αποκλεισμού  γύρω από τη Χρυσή Αυγή άμα τη εμφανίσει, όπως έχει συμβεί επανειλημμένως  με τους ομόφρονες πολιτικούς σχηματισμούς σε άλλες χώρες (Ψαρράς, 2012, σ. 395). Τώρα, μάλιστα, που οι λαλίστατοι εκπρόσωποί της έγιναν δημοφιλείς τηλεπερσόνες, τα όψιμα  αποφασιστικά  μέτρα εναντίον ίσως προσδώσουν στην οργάνωση τη γοητεία της διωκόμενης πολιτικής δύναμης. Το υπό συζήτηση πρόβλημα, ο εκφασισμός του μυαλού των νέων, παραμένει. Άλλωστε, νομίζω, ότι έχει γίνει ήδη αρκετά σαφής η ανεπάρκεια κάθε ορθολογικής αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων που θα επιχειρηθεί στα πλαίσια μιας αφοπλισμένης  μετα-δημοκρατίας. (Κράουτς, 2006)
   Η μόνη λύση είναι η αλλαγή παραδείγματος, η σύνθεση μιας επαναστατικής συναστρίας αξιών, η δημιουργία ενός πολιτικού πεδίου, όπου η εκπροσώπηση του πάθους θα είναι εκ νέου δυνατή, το στήσιμο μιας δημόσιας σκηνής όπου ο πολίτης θα γίνει ξανά πρωταγωνιστής.  Ο νέος για να απαγκιστρωθεί από τους γοητευτικούς αφορισμούς του φασιστικού λόγου χρειάζεται μια αντίπαλη φαντασίωση, μια εναλλακτική κουλτούρα που θα προκαλέσει ευθέως τον αυταρχικό ρεαλισμός της κατάστασης εξαίρεσης (Σεβαστάκης, Σταυρακάκης, 2012, σ. 39&87), μια μαχητική και στρατευμένη δημοκρατία, μια πολιτεία αντάξια να ερωτευτεί κανείς, όπως την Αθήνα του Περικλή, για να μνημονεύσουμε και τον πολύπαθο Επιτάφιο του Θουκυδίδη.
 Ευκαιρία να τονίσουμε στο σημείο αυτό  εμφαντικά και το ρόλο του σχολείου. Ας θυμηθούμε τα λόγια του  Χατζιδάκη από το  γνωστό άρθρο του 1993: «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυσμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία.»
 Στην εφηβική ηλικία, ο άνθρωπος έχει αποκτήσει τις γνωστικές δομές που απαιτεί ο σχηματισμός της αυτόνομης σκέψης και της προσωπικής ηθικής -υιοθέτηση γενικών αρχών, διατύπωση υποθέσεων, ανάπτυξη τυπικών συλλογισμών- (Παρασκευόπουλος, 1984). Η  αποσυναρμολόγηση της κριτικής σκέψης, όμως,  όπως αυτή συντελείται σταδιακά από τις διαφημιστικές τεχνικές, την πολιτική προπαγάνδα και την τηλεοπτική υποκουλτούρα αλλά και από  ένα αναχρονιστικό και εξουθενωτικό εκπαιδευτικό σύστημα,  παραδίδει τους εφήβους ανυπεράσπιστους   στα κάθε λογής  δημαγωγικά συνθήματα και επικοινωνιακά παιχνίδια.
 Το σύγχρονο ελληνικό σχολείο, μόνο αν επαναφέρει το διαφωτιστικό πρόταγμα και αποκαταστήσει το συλλογικό βίωμα, θα κατορθώσει να υψώσει οδοφράγματα στην επέλαση του νεοφασισμού στις τάξεις των μαθητών. Η γνωστή υπερβολή, «αν δεν είσαι μέρος της λύσης του προβλήματος, τότε είσαι μέρος του ίδιου του προβλήματος» βρίσκει την πλήρη της εφαρμογή στην περίπτωσή μας. Οι εκπαιδευτικοί έχουμε  την υποχρέωση να υψώσουμε το παιδαγωγικό μας ανάστημα και το δημοκρατικό μας φρόνημα και να τολμήσουμε την πολιτική ανάλυση που σαφώς δεν ταυτίζεται με την κομματική τοποθέτηση. Έχουμε την υποχρέωση εκτός από μετάδοση γνώσεων ή την καλλιέργεια δεξιοτήτων, να κοινωνήσουμε τα παιδιά σε πανανθρώπινες αξίες (συνεργασία, αυτοεκτίμηση, ενσυναίσθηση, αποδοχή, αυτοσεβασμός, αλληλεγγύη....) Και σε κάθε περίπτωση να καταπολεμούμε μύθους και προκαταλήψεις που τα παιδιά μεταφέρουν από την οικογένεια τους, τα ΜΜΕ ή την ευρύτερη κοινωνία, περιθωριοποιώντας και απαξιώνοντας από τη γέννηση της κάθε ρατσιστική συμπεριφορά. (Πρωτονοτάριου, 2012).
Οι τρόποι πολλοί. Επαφίενται στο θάρρος και την εφευρετικότητά μας. Πρωτίστως επιβάλλεται η αναβάθμιση και βιωματική διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας. Η ιστορική λήθη είναι  σύμμαχος της ακατέργαστης σκέψης. Δεν είναι άσχετο με το πρόβλημα το ότι οι μαθητές δεν διδάσκονται επαρκώς την ελληνική μεταναστευτική ιστορία και πολύ συχνά δεν προσεγγίζουν ερμηνευτικά την άνοδο των φασιστικών κινημάτων του Μεσοπολέμου.(Χλωπτσιούδη, 2013). Η αναβάθμιση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών θα μπορούσε να συμβάλλει στη θωράκιση των μαθητών απέναντι στον κίνδυνο το ολοκληρωτισμού, αν αντιμετωπίσουμε τη γλώσσα βέβαια όχι λειτουργικά αλλά ως φορέα ανθρωπιστικών αξιών. Το θέατρο συμβάλλει στην τόνωση του αυτοσυναισθήματος και αποκαλύπτει στους εφήβους τη χαρά της ομαδικής προσπάθειας.  Παράλληλα, ο εντατικός διάλογος και ο γνήσιος φιλοσοφικός προβληματισμός ίσως επιτρέψει σε όσους μαθητές βλέπουν το Νεοναζισμό σα life style επιλογή, να αποδομήσουν την αντισυστημική πόζα της εκάστοτε Χρυσής Αυγής και να έρθουν αντιμέτωποι με τις συστατικές ασυνέπειες αλλά και τις έσχατες λογικές συνέπειες της φασιστικής θεωρίας.
 Τον περασμένο αιώνα, όταν η σκιά της  χιτλερικής απειλής  απλωνόταν στην Ευρώπη,  ο φιλόσοφος Λεβινάς γράφει: «Αυτό που διακυβεύεται με την άνοδο του ναζισμού δεν είναι το ένα ή το άλλο δόγμα περί δημοκρατίας, κοινοβουλευτισμού, δικτατορικού καθεστώτος ή θρησκευτικής πολιτικής. Είναι το ίδιο το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο».(Levinas, 1997, σ.24)





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
 ΒΙΒΛΙΑ
Αθανασίου, Α. (2012). Η κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, Αθήνα: Σαββάλας
Arendt, H., (1976), The Origins of Totalitarianism, Νέα Υόρκη: Harcourt Brace & Co
Cohen, S. (1980). Folk Devils and Moral Panics, Οξφόρδη: Martin Robertson
Εμμανουηλίδης, Μ., Κουκουτσάκη, Α. (2013). Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: future
Herbet, M. (1999), Ψυχολογικά προβλήματα εφηβικής ηλικίας, μτφ. Α. Καλαντζή-Αζίζι, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Herf, J. (20012). Αντιδραστικός  Μοντερνισμός, μτφ Παρασκευάς Ματαλας, Κρήτη: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κράουτς, Κ. (2006). Μεταδημοκρατία, μτφ. Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Αθήνα: Εκκρεμές
Levinas, E. (1997). Quelques réflections sur la philosophie de l’ hitlérisme, Παρίσι: Rivages
Μιχαήλ, Σ.(2013). Η φρίκη μιας Παρωδίας, Αθήνα: Άγρα,
 Μουφ, Σ. (2010). Επί του Πολιτικού, μτφ. Αλέξανδρος Κιουπκιόλης, Αθήνα: Εκκρεμές
Ναυρίδης, Κ., Χρηστάκης, Ν. (1997). Ταυτότητες, ψυχοκοινωνική συγκρότηση, Αθήνα: 1997
Παρασκευόπουλος, Ι. (1984).  Εφηβική Ηλικία, Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών
Paxton, Ο.-R. (2006). Η ανατομία του Φασισμού, μτφ. Κατερίνα Χαλμουκου, Αθήνα: Κέδρος
Phillips, L., Jorgensen, M. (2009). Ανάλυση Λόγου, Θεωρία και Μέθοδος, Αθήνα: Παπαζήσης
Ράιχ, Β. (2012). Ο μαύρος και ο κόκκινος Φασισμός, μτφ. Νίκος Αλεξίου, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος
Σεβαστάκης, Ν., Σταυρακάκης, Γ. (2012). Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση, Αθήνα: Νεφέλη
Σταυρακάκης, Γ., Σταφυλάκης, Κ. (2008) Το πολιτικό στη σύγχρονη τέχνη, Αθήνα: Εκκρεμές
Χορκχάιμερ, Μ., Αντόρνο, Τ.( ). Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μτφ. Ζήσης Σαρίκας, Αθήνα: Υψιλον
Ψαρράς, Δ. (2012). Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής, Αθήνα: Πόλις

ΑΡΘΡΑ
Γιαννόπουλου, Τ. (2013). Σχετικά με το πολιτικό πρόγραμμα της Χρυσής Αυγής. Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 10
Δασκαλοπούλου, Ν. (2012, Νοέμβριος 6). Το φάντασμα της Χρυσής Αυγής στοιχειώνει τα σχολεία. Εφημερίδα των Συντακτών
Εκο, Ο. (2012, Οκτώβριος 13). Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτοφασισμού. tvxs.gr/node/108477
Κουζέλης, Μ. (2012, Οκτώβριος 12).  Η δημοκρατία της Βαιμάρης και η Ελλάδα του 2012. tvxs.gr/node/1099095
Κουζέλης, Μ. (2012, Αύγουστος 4). Ο φασιστικός Λόγος. Η Αυγή
Κουζέλης, Μ. (2012, Δεκέμβριος 22). Πώς οικοδομείται ο φασισμός. Η Εποχή
Στυλιανίδης, Σ. (2013, Ιανουάριος 18). Η βία σήμερα: ορισμένες επισημάνσεις.  Εφημερίδα των Συντακτών
Μερτίκα, Γ. (2013, Νοέμβριος 6). Η  «φιλοσοφία» του φασισμού. REDNotebook
Μπίστικα, Π. (1998, Ιούλιος 26). Τα ξυρισμένα μυαλά του νεοφασιμού. Το Βήμα
Πρωτονοτάριου, Σ. (2012, Οκτώβριος 28).  Εκπαίδευση και Αντιρατσισμος. Η Αυγή
Παπαδόπουλος, Γ. (2013, Φεβρουάριος 23). Πώς η Χρυσή Αυγή στρατολογεί μαθητές στα ελληνικά σχολεία. Τα Νέα
Savaricas, N. (2013, Φεβρουάριος 2). Greece’s neofscists are on the rise …and now they are going into schools: How Golden Dawn is nurturing the next generation. The Independent
Τζούκας, Β. (2012, Νοέμβριος 4). Θεωρίες Συνωμοσίας. Η Αυγή
Χατζιδάκης, Μ. (1993, Φεβρουάριος 4). Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Ελευθεροτυπία
Χλωπτσιούδης, Δ. (2013, Σεπτέμβριος 22), tvxs.gr/node/139072. (Αθανασίου, 2012)





[1] Οι προσωπικές εμπειρίες των μάχιμων εκπαιδευτικών είναι νομίζω η πιο αξιόπιστη πηγή για τη μελέτη του φαινομένου. Ενδεικτικά παραπέμπω στα άρθρα:  Ντίνα Δασκαλοπούλου, «Το φάντασμα της Χρυσής Αυγής στοιχειώνει τα σχολεία¨, Εφημερίδα των Συντακτών, 6/11/2012, Γιάννης Παπαδόπουλος, «Πώς η Χρυσή Αυγή στρατολογεί μαθητές στα ελληνικά σχολεία», Τα Νέα, 23/02/2013, Nathalie Savaricas, «Greeces neofascists are on the riseand now theyre going into schools: How Golden Dawn is nurturing the next generation», The Independent, 02/02/2013.


No comments:

Post a Comment